«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες». Η Κατίνα, πεσμένη στα γόνατα στο δρόμο πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της, θρηνεί για τον Τάσο που έπεσε χτυπημένος από σφαίρες χωροφυλάκων. Είναι Μάιος του 1936 στη Θεσσαλονίκη και το πανελλήνιο συγκλονίζεται. Ο Γιάννης Ρίτσος αντικρίζει την εικόνα και πυροδοτείται μέσα του η καυτή ποιητική λάβα, που οδήγησε στη συγγραφή του Επιταφίου.
Τον Επιτάφιο που στη συνέχεια έμελλε να τραγουδήσει όλη η Ελλάδα, καθώς μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;»
Ο 25χρονος Τάσος Τούσης είναι νεκρός, οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα από οικοδομή για να τον μεταφέρουν, ενώ η μάνα του μοιρολογεί. Ενας φωτογράφος αποτυπώνει τη στιγμή. Η Κατίνα πάνω από τον νεκρό Τάσο. Ο Γιάννης Ρίτσος μέσα σε τρεις μέρες γράφει 14 από τα 20 ποιήματα και δημοσιεύει κάποια εξ αυτών στον Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου. Το βιβλίο με τα ποιήματα του Επιταφίου κυκλοφορεί τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Τα χρόνια περνάνε, ο Επιτάφιος για λίγο ξεχνιέται, μέχρι που χρόνια μετά ο Ρίτσος τον επανεκδίδει και στέλνει ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι, γράφοντάς του ««το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός».
Συνεπαρμένος ο Θεοδωράκης αρχίζει να το μελοποιεί. Οπου βρεθεί, ακόμη και στο αυτοκίνητο περιμένοντας τη γυναίκα του να γυρίσει από τα ψώνια. Στέλνει τα πρώτα αποτελέσματα της δουλειάς του στο Ρίτσο, αλλά και στο Χατζιδάκι. Επιστρατεύει τον Γρηγόρη Μπηθικώτση για το πιο λυγμικό και αντρίκιο θρήνο της ελληνικής μουσικής. Το 1961 κυκλοφορεί ο δίσκος.
«Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.»