«Η επιτυχής έκδοση ομολόγου της Ελλάδας είναι διδακτική» αναφέρει σε άρθρο γνώμης η γερμανική οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt» και τονίζει ότι «οι επενδυτές προτιμούν να κοιτάζουν στο μέλλον και όχι στο παρελθόν» και ενδιαφέρονται περισσότερο «για πολιτικά μηνύματα παρά για πολιτικές λεπτομέρειες».
Η αυξημένη ζήτηση ήταν «μια καλή είδηση» για την Ελλάδα, καθώς όπως επισημαίνεται, καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της όσο δεν συμμετέχουν και οι κεφαλαιαγορές. «Τώρα συμμετέχουν. Η εύνοια των Αγγλοσαξόνων επενδυτών, οι οποίοι δίνουν τον τόνο διεθνώς, δίνει στη χώρα και πάλι λίγη περισσότερη κυριαρχία» αναφέρει ο αρθρογράφος και υπενθυμίζει δήλωση του Αμερικανού επενδυτή της Japonica Holdings Πολ Καζαριάν το περασμένο φθινόπωρο, ότι η απόδοση των ελληνικών ομολόγων θα έπεφτε εντός του 2014 κάτω από το 5%.
«Στην ίδια την Ευρωζώνη, το θάρρος των επενδυτών προκαλεί όμως και σκέψεις. Δεν βλέπουν οι αγορές πόσα προβλήματα δεν έχουν ακόμη λυθεί; Σπεύδουν και πάλι οι κερδοσκόποι στα τυφλά στο ρίσκο; Από πού προέκυψε η στροφή από την απόλυτη επιφύλαξη στη νέα αξιοθαύμαστα μεγάλη εμπιστοσύνη; Παίζουν και πάλι οι αγορές τρελά;» διερωτάται ο συντάκτης, για να απαντήσει ο ίδιος ότι «οι αγορές δεν τρελάθηκαν, αλλά λειτουργούν με δική τους λογική, την οποία πολιτικοί και ακόμη και κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες δεν προσέχουν πάντα αρκετά. Από αυτή την άποψη, η επιτυχής τοποθέτηση των ελληνικών ομολόγων αποτελεί ένα μάθημα».
«Οι τυπικοί επενδυτές προτιμούν να κοιτάζουν μπροστά παρά πίσω. Αξιολογούν πάντα τις ευκαιρίες, σε σχέση με άλλες ευκαιρίες και δεν προσανατολίζονται με βάση το τι είναι καλό ή κακό, αλλά το τι είναι στη δεδομένη στιγμή καλύτερο ή χειρότερο. Ενδιαφέρονται περισσότερο για ισχυρά πολιτικά μηνύματα από ό,τι για πολιτικές λεπτομέρειες. Και για αυτούς έχει αποφασιστική σημασία, εάν τα προβλήματα είναι υπό έλεγχο και όχι αν έχουν λυθεί. Επιπλέον, ο καθένας πηγαίνει προς την κατεύθυνση που πιστεύει ότι σύντομα θα κινηθούν κι οι άλλοι. Αυτό ισχύει προ πάντων για επενδυτές που σκέφτονται βραχυπρόθεσμα, οι οποίοι ήταν εκείνοι που, στην περίπτωση του νέου ελληνικού ομολόγου, έπαιξαν, προφανώς, μεγάλο ρόλο. Αυτή η νοοτροπία αγέλης είναι επικίνδυνη, αλλά δεν αποτελεί την μόνη εξήγηση για τον ξαφνικό ενθουσιασμό για την Ελλάδα και άλλες ταραγμένες χώρες της Ευρωζώνης» σημειώνει.
Ο αρθρογράφος πιστώνει μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής στον διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος, όπως εξηγεί, «κατέστησε σαφές στους επενδυτές ότι η ΕΚΤ θα παρέμβει, αν δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα» ενώ τα προγράμματα στήριξης απέδειξαν ότι μεταξύ των Ευρωπαίων υπάρχει αλληλεγγύη. Αναφέρει δε ότι «οι μεγάλες αξιώσεις της κυβέρνησης της Αθήνας από τους Έλληνες πολίτες, τους έδειξαν ότι εκεί υπάρχει πράγματι η βούληση για αλλαγή, ενώ οι σημαντικές βελτιώσεις καταγράφονται και στα οικονομικά στοιχεία» και εκτιμά πως «το ότι πολλά προβλήματα είναι άλυτα, είναι, άρα, υπό αυτή την έννοια, δευτερεύον».
Σημειώνει μάλιστα ότι υπάρχουν σήμερα παγκοσμίως πολύ λίγες χώρες χωρίς πολλά προβλήματα και τα δικά τους ομόλογα δεν έχουν σημαντική απόδοση, όπως και της Γερμανίας και αναφέρει ότι οι επενδυτές γνωρίζουν ότι στο μέλλον ίσως υπάρξει και πάλι κάποιου είδους έμμεσο κούρεμα χρέους για την Ελλάδα.
«Αλλά και με αυτό τον κίνδυνο, το επιτόκιο αξίζει. Σχεδόν 5% με τόσο χαμηλό πληθωρισμό δεν είναι και λίγο» επισημαίνει ο αρθρογράφος και καταλήγει τονίζοντας ότι ήταν καιρός να έρθει από τις χρηματαγορές και ένα θετικό μήνυμα - ότι οι προσπάθειες ανταμείβονται.