Ο Επίκουρος γράφει, ο Επίκουρος συμβουλεύει, ο Επίκουρος ξέρει. Η υπογραφή του σε δεκάδες χιλιάδες άρθρα όλα αυτά τα χρόνια, το κύρος και το θάρρος του λόγου του τον έκαναν έναν εκ των κορυφαίων -σε βάθος χρόνου- κριτικούς εστιατορίων και αρθρογράφους γαστρονομίας. Ο Επίκουρος, κατά κόσμον Αλβέρτος Αρούχ, πέθανε το βράδυ του Σαββάτου γαλήνια, στον ύπνο του.
Μια από τις πιο γνωστές υπογραφές και προσωπικότητες στον χώρο της ελληνικής γευσιγνωσίας, ο Επίκουρος (κατά κόσμον Αλβέρτος Αρούχ) έφυγε από τη ζωή το Σάββατο. Ο Αρούχ αρθρογραφούσε τελευταία στο BHMAGOURMET, το ένθετο περιοδικό του Βήματος.
Γεννημένος σε σεφαραδίτικη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, εργαζόταν ως καθηγητής Οικονομίας στο Κολλέγιο, αλλά η σχέση του με τις γεύσεις ήταν γονιδιακή. «Οταν γεννήθηκα, με βάφτισαν σε μια χύτρα με φαγητό. Οπως τον Οβελίξ» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Αλβέρτος Αρούχ.
Οταν άρχισε να γράφει κείμενα για τη γαστρονομία υπέγραφε ως Ε. Π. Κούρος και αργότερα έγινε γνωστός ως Επικουρος, τόσο στα δημοσιογραφικά του κείμενα όσο και στα βιβλία που έγραψε. Σημειώνεται ότι το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ικαρος το βιβλίο του «Η Νέα Ελληνική Κουζίνα» (εκδ. Ικαρος).
Οταν με αφορμή την έκδοση του βιβλίου τον ρώτησε ο Γιάννης Μπασκόζος τι σημαίνει ελληνικότητα στην κουζίνα, απάντησε «Ισως να μην μπορέσουμε να την ορίσουμε ακριβώς αλλά… μεταξύ μας καταλαβαινόμαστε. Συνήθως αυτή η ελληνικότητα κρύβεται πίσω από τις μνήμες. Της γιαγιάς, του χωριού, του σπιτιού μας.
Κατά τη γνώμη μου η νέα ελληνική κουζίνα θα μπορούσε να πάρει μια κατεύθυνση με επίκεντρο κυρίως τον τόπο που παράγει μια παράδοση, είτε αυτή η παράδοση είναι προϊόν είτε συνταγή ή τεχνική μαγειρέματος. Θα υπάρξουν σεφ που θα σταθούν κυρίως στο βίωμα ή σε κάτι άλλο δικό τους. Αυτοί θα αποφασίσουν. Σημασία έχει τελικά όχι το αν θα κάνουμε κάτι ελληνικό αλλά αν θα κάνουμε κάτι καλό. Αν το καλό το βρούμε μέσα από το ελληνικό, ακόμη καλύτερα. Οπως το έκαναν οι Δανοί μάγειροι με πάθος».
Η κηδεία του, πολιτική, θα γίνει Δευτέρα στις 3 η ώρα το απόγευμα στο Α΄ Νεκροταφείο. Επιθυμία του ήταν να μη σταλούν στεφάνια, αλλά να κατατεθούν χρήματα σε οποιονδήποτε φιλανθρωπικό σκοπό.