«Αυξανόμενα αποκαρδιωμένος» ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, από τη στάση της κυβέρνησης Τζίμι Κάρτερ απέναντι στις ελληνικές θέσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις το 1979. Αυτό προκύπτει από τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία των ΗΠΑ για την περίοδο 1977-80.
Συγκεκριμένα, έγγραφο της CIA από το Μάιο του 1979, από μυστικές πηγές, εμφανίζει τον Καραμανλή «αυξανόμενα αποκαρδιωμένο» από την «τρέχουσα στασιμότητα» στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, όπως αναφέρει η «Καθημερινή».
Το έγγραφο αναφέρει πως ο τότε πρωθυπουργός νοσταλγεί την εποχή αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1974, όταν «διαφωνούσε μεν με πτυχές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής», αλλά καταλάβαινε τους στόχους της και είχε διαρκείς, γόνιμες επαφές. «Τώρα, είπε, δεν ξέρει ποιος παίρνει τις αποφάσεις στη Ουάσιγκτον, τι βάρος δίνεται στις ελληνικές υποθέσεις [...] ούτε καν ποιον να ρωτήσει γι' αυτά τα ζητήματα».
Από τα συγκεκριμένα έγγραφα αναδεικνύονται οι εντάσεις που υπήρχαν στις σχέσεις της Αθήνας με την Ουάσιγκτον, έπειτα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Σε τηλεγράφημα στις 2 Φεβρουαρίου του 1977 προς την πρεσβεία στην Αθήνα, o υπουργός Εξωτερικών Σάιρους Βανς αποστέλλει τη συγχαρητήρια επιστολή του Καραμανλή προς τον Κάρτερ για την ορκωμοσία του. Στην επιστολή, ο Ελληνας πρωθυπουργός κατηγορεί την Τουρκία ότι δεν έδωσε ποτέ λόγους για τη δεύτερη εισβολή του Αυγούστου του 1974 στην Κύπρο και ότι «χρησιμοποιεί τον χρόνο που περνά για να εποικήσει την κατεχόμενη περιοχή και γενικότερα να εδραιώσει την εξουσία της».
Το μεγαλύτερο μέρος της συγκεκριμένης επιστολής αφορούσε το Αιγαίο. Σε αυτή, ο Καραμανλής τονίζει ότι τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και του εναέριου χώρου τέθηκαν αυθαίρετα από την Τουρκία και συνεχίζει: «Η Ελλάδα, που στηρίζει το υφιστάμενο καθεστώς όπως διαμορφώνεται από έγκυρες διεθνείς συνθήκες, θα μπορούσε να αρνηθεί την ύπαρξη οποιουδήποτε προβλήματος στο Αιγαίο. Αντ' αυτού, όχι μόνο δέχθηκε να συζητήσει τα ζητήματα αυτά, αλλά επεδίωξε ενεργά ειρηνικές και λογικές λύσεις».
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αναφέρεται διεξοδικά στην πρόταση της Αθήνας για κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, την οποία αποδέχθηκε αρχικά η Αγκυρα, για να την υπονομεύσει στη συνέχεια. Επιπλέον, επιρρίπτει ευθύνες στην Τουρκία για την «οξεία κρίση στο Αιγαίο» λόγω των ερευνών του Sismik και αναπτύσσει την πρότασή του για ένα Σύμφωνο Μη Επίθεσης με την Τουρκία. «Η Τουρκία εκ νέου αποδέχθηκε την πρότασή μου στη θεωρία και την απέρριψε στην πράξη», σημειώνει. Τέλος, ο Καραμανλής αναφέρεται στα στρατιωτικά μέτρα που ελήφθησαν σε νησιά του Αιγαίου, υπογραμμίζοντας ότι ενεργοποιούνται σε περιόδους «οξείων ελληνοτουρκικών κρίσεων» και ότι είναι «καθαρά αμυντικά».
Η επιστολή καταλήγει με τον Καραμανλή να ζητά από τον πρόεδρο Κάρτερ να λάβουν πιο συγκεκριμένη μορφή οι διαβεβαιώσεις της Ουάσιγκτον ότι θα εναντιωνόταν σε μία στρατιωτική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και ότι θα κατέβαλε μείζονες προσπάθειες για να αποτρέψει μία τέτοια εξέλιξη.
Τον Μάιο του 1977, στην πρώτη τους συνάντηση στο Λονδίνο (Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ), ο Καραμανλής εκπλήσσει τον Κάρτερ αυτοχαρακτηριζόμενος ως ένας από τους «πιο φιλο-Αμερικανούς πολιτικούς στην Ευρώπη». Τονίζει στον συνομιλητή του ότι το ζήτημα του Αιγαίου είναι «ένα πιο άμεσο συμφέρον της Ελλάδας και πιο επικίνδυνο», ενώ η Κύπρος «είναι μία τραγωδία, αλλά δεν είναι πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας». Ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει ότι το Κυπριακό «είναι πιο ευρέως κατανοητό και προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία στις ΗΠΑ», ενώ παραδέχεται ότι έμαθε από τον Καραμανλή για τον κίνδυνο πολέμου λόγω του Αιγαίου. Στο τέλος της συνάντησης, ο Ελληνας ηγέτης, μιλώντας για την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, λέει ότι όταν είχε επιχειρήσει να διαβουλευθεί τότε με το Βορειο-Ατλαντικό Συμβούλιο, «όλοι έλειπαν σε διακοπές».
Σε υπόμνημα στελέχους του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας προς τον επικεφαλής του, Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, τον Δεκέμβριο του 1977, ο συντάκτης μνημονεύει δήλωση του Καραμανλή ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επανενταχθεί πλήρως έως ότου επιλυθεί το Κυπριακό και χαρακτηρίζει «ΝΑΤΟ-φοβικό» τον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ανδρέα Παπανδρέου. Προσθέτει ότι ο τελευταίος που «ίσως συνετιστεί γνωρίζοντας ότι αν θέλει ποτέ να αναλάβει την εξουσία, θα πρέπει να συμβιβαστεί με τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, στις οποίες τα φιλονατοϊκά αισθήματα παραμένουν ισχυρά». Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη Οκτωβρίου του 1978, η πρεσβεία ενημερώνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για μία «αξιοσημείωτη μεταστροφή»: Η κυβέρνηση Καραμανλή, μετά τις εκλογές του 1977, έχει εγκαταλείψει τη «διστακτική» στάση απέναντι στο ΝΑΤΟ και πλέον διακατέχεται από «άγχος» για επανένταξη.