Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, επισκέπτης καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, υπολογίζει ότι το εισόδημα της μεσαίας τάξης στην Κίνα και στην Ινδία αυξήθηκε κατά 60%-70% μεταξύ 1998-2008, ενώ παρέμεινε στάσιμο για την εργατική και τη μεσαία τάξη στις ΗΠΑ, γράφει ο Thomas Edsall στους New York Times.
Ο κ. Μιλάνοβιτς αναρωτιέται, συνεχίζει ο αρθρογράφος, αν η ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας γίνεται εις βάρος της μεσαίας τάξης των πλούσιων χωρών, ιδίως των ΗΠΑ. Αν και δεν ισχυρίζεται ότι υπάρχει άμεση αιτιώδης σχέση, υποστηρίζει ότι τα δύο στοιχεία «ίσως να μην είναι άσχετα».
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες απόψεις, επισημαίνει.
«Ζήτησα από τον Τζαγκντίς Μπαγκβάτι, καθηγητή του Πανεπιστημίου Κολούμπια και ειδικό στο διεθνές εμπόριο, να δει από διαφορετική οπτική γωνία την επίδραση που έχει η ταχεία ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας στ' αμερικανικά νοικοκυριά. Απάντησε ότι, πρώτον, η τεχνολογική καινοτομία μειώνει τους μισθούς και, δεύτερον, ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές αποκομίζουν σημαντικά οφέλη από το εξωτερικό εμπόριο. «Σύμφωνα με ένα σενάριο, το εμπόριο με φτωχές χώρες (π.χ. φθηνά παπούτσια, φθηνά υφάσματα) περιορίζει την πτώση των μισθών που επιφέρει η τεχνολογική αλλαγή», εξηγεί ο καθηγητής Μπαγκβάτι.
Σε μια σειρά μελετών που έγραψαν από κοινού, οι καθηγητές Ντέιβιντ Οτορ του ΜΙΤ, Ντέιβιντ Ντορν του Κέντρου Νομισματικών και Οικονομικών Μελετών της Ισπανίας και Γκόρντον Χάνσον του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας συμπεραίνουν ότι ειδικά από το εμπόριο με την Κίνα προκύπτουν πολύ επώδυνες επιπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες Αμερικανών εργατών.
Σε σχέση με τον μέσο εργαζόμενο στη μεταποίηση, οι εργάτες που δουλεύουν σε βιομηχανίες που αντιμετωπίζουν τον ισχυρότερο ανταγωνισμό από τις εισαγωγές «συγκεντρώνουν, αθροιστικά, χαμηλότερες αμοιβές και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να βγουν εκτός αγοράς εργασίας», γράφουν οι τρεις καθηγητές. Μεταξύ 1992 και 2007 όσοι εργάζονταν σε εταιρείες που ήταν σημαντικά εκτεθειμένες στις κινεζικές εισαγωγές έχασαν σχεδόν το ήμισυ του ετήσιου μισθού τους σε σχέση με εργάτες άλλων εταιρειών που δεν ήταν τόσο εκτεθειμένες.
Η έκθεση των Αμερικανών εργατών στον ανταγωνισμό από την Κίνα υπερδιπλασιάστηκε μετά την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001 και το 25% της μείωσης της απασχόλησης στον μεταποιητικό τομέα των ΗΠΑ μετά το 2000 μπορεί ν' αποδοθεί στον αυξημένο ανταγωνισμό από την Κίνα, γράφουν οι Οτορ, Ντορν και Χάνσον.
Τη μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος, 1,21% σε βάθος δεκαετίας, υπέστησαν οι Αμερικανοί εργάτες που δεν διέθεταν πανεπιστημιακό πτυχίο, ενώ όσοι διέθεταν πτυχίο έχασαν το 0,53% του εισοδήματός τους.
Οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν εξαιτίας του εμπορίου με την Κίνα είναι δυσανάλογα πολλές σε πολιτείες όπου ήταν συγκεντρωμένες μεταποιητικές βιομηχανίες έντασης εργασίας (έπιπλα, παιχνίδια, υποδήματα, δερμάτινα είδη). Μια άλλη ομάδα από οικονομολόγους, αποτελούμενη από τους Αβραάμ Εμπενστάιν του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, Μάργκαρετ Μακ Μίλαν του Ταφτς, Αν Χάρισον της Σχολής Γουάρτον και Σάνον Φίλιπς του Κολεγίου της Βοστώνης, καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα και υπολογίζει ότι «η αλλαγή επαγγέλματος εξαιτίας του εμπορίου οδήγησε σε απώλειες πραγματικού εισοδήματος μεταξύ 12% και 17%».
Και καταλήγει ο αρθρογράφος:
Σε πρόσφατο άρθρο του στο Project Syndicate, ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ αναρωτιέται αν η ποιότητα ζωής των μελλοντικών γενεών στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα είναι καλύτερη από αυτή της αμέσως προηγούμενης γενιάς, όπως είναι σίγουρο ότι θα συμβεί στις αναπτυσσόμενες που ακόμη δεν έχουν φτάσει στο τεχνολογικό όριο. Η απάντηση του κ. Ρογκόφ είναι ότι αυτό είναι πιθανό, αλλά καθίσταται όλο και δυσκολότερο. Από την Καθημερινή