Η ομοφοβία ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα και οι ακρότητες και οι μύθοι επιμένουν, όσο υπάρχουν επιτήδειοι που βρίσκουν θυράματα. Για την ακρίβεια: ψυχολόγοι που υπόσχονται να «διιορθώσουν» το πρόβλημα έναντι 200 ευρώ.
Το θέμα αποκάλυψε με ένα εκτενές ρεπορτάζ το BΗmagazino και η Αστερόπη Λαζαρίδου, που ερεύνησε το θέμα της ομοφοβίας στην Ελλάδα και των παράλογων κυκλωμάτων που έχουν αναπτυχθεί. Μεταξύ άλλων, στο ρεπορτάζ περιλαμβάνει και την ακόλουθη μαρτυρία:
«Αθήνα, 2012. Ο 26χρονος Δημήτρης, γεννημένος στη Λευκωσία, πήρε τη μεγάλη απόφαση να πει στη μητέρα του ότι είναι γκέι και εκείνη με τη σειρά της πήρε το πρώτο αεροπλάνο και πήγε στην ελληνική πρωτεύουσα για να συζητήσουν από κοντά το «πρόβλημά» του και να βρουν «μια λύση»: «Δεν περίμενα να πετάξει από τη χαρά της όταν θα της το έλεγα, η αντίδρασή της, όμως, ήταν πολύ απογοητευτική. Με κοιτούσε σαν να ήμουν ξένος, με περιεργαζόταν λες και προσπαθούσε να βρει επάνω μου ένα στοιχείο που θα μαρτυρούσε ότι είμαι γκέι. Και μου μιλούσε σαν χαροκαμένη μάνα, λες και έπαιζε τραγωδία στην Επίδαυρο. Η πρώτη κουβέντα της όταν καθήσαμε στον καναπέ ήταν "Γιατί μου το έκανες αυτό;"».
Η μητέρα του Δημήτρη δεν μπορούσε να κάνει κουράγιο. Προτού έρθει στην Αθήνα είχε κάνει οικογενειακό συμβούλιο για την κατάσταση του γιου της: «Ο θείος σου είναι πολύ ταραγμένος, αλλά μου είπε πως ρώτησε και έμαθε ότι στην Αθήνα υπάρχουν κάποιοι ψυχίατροι και ψυχολόγοι στους οποίους μπορείς να μιλήσεις και να σε βοηθήσουν. Να σε βοηθήσουν να αλλάξεις γνώμη». Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να της εξηγήσει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι θέμα ψυχικής κατάστασης, αλλά προτίμησης.
Παρ' όλα αυτά, υπέκυψε στις μητρικές απειλές τύπου «Θα πεθάνω», υπήρχε και ένα ιστορικό καρδιοπάθειας στην οικογένεια, και έτσι της έκανε το χατίρι και επισκέφθηκαν τον «θαυματουργό γιατρό»: «Μου έκανε πάρα πολλές ερωτήσεις για τα παιδικά μου χρόνια και ήταν ευχαριστημένος που εντόπισε από την αρχή την αιτία του κακού. Μου είπε ότι ήταν φυσικό να νιώθω μπερδεμένος, αφού είχα χάσει τον πατέρα μου στην εφηβεία και δεν μεγάλωσα με κάποιο στιβαρό ανδρικό πρότυπο μέσα στο σπίτι. Μετά με ρώτησε αν παίρνω ναρκωτικές ουσίες, αν είχα κάποιον στο περιβάλλον μου που με είχε κακοποιήσει σεξουαλικά όταν ήμουν μικρός, αν αυνανίζομαι πολύ συχνά και, αφού δεν έβγαλε άκρη με τίποτε από όλα αυτά, μου πρότεινε την ύπνωση, ώστε να ανακαλύψουμε τα βαθύτερα αίτια της "διαστροφής" μου. Καθήσαμε δύο ώρες στο ιατρείο του. Τα εικονίσματα που είχε κρεμασμένα στον τοίχο πίσω από το γραφείο του ήταν πιο πολλά από τα πτυχία του. Η μητέρα μου του έδωσε 200 ευρώ. Οταν βγήκαμε στον δρόμο τής είπα ότι αν με βάλει ξανά σε αυτή τη διαδικασία δεν θα με ξαναδεί ποτέ στη ζωή της. Εχουν περάσει δύο χρόνια από τότε και φαίνεται ότι το έχει αποδεχτεί σε μεγάλο βαθμό. Βέβαια, δεν μιλάμε ποτέ ανοιχτά για αυτό, ούτε έρχεται να με επισκεφθεί στο σπίτι όπου μένω με τον φίλο μου».