Το άνοιγμα της χάρτινης σακούλας, το ξεδίπλωμα από το ρυζόχαρτο και τέλος η ασύγκριτη μυρωδιά του πραγματικού δέρματος. Η πρώτη επαφή με μια τσάντα γνωστού οίκου αφήνει μια αίσθηση αδιαμφισβήτητης πολυτέλειας και γεμίζει την «κάτοχο» ατελείωτη χαρά. Ακόμη και αν για τις περισσότερες οι εν λόγω τσάντες αποτελούν το μοναδικό κομμάτι κάποιου κορυφαίου οίκου στην ντουλάπα τους, στοιβαγμένο ανάμεσα στα τοπ και τα τζιν από τα Zara και τα H&M. Ομως, όπως φαίνεται, οι μεγάλοι οίκοι έχουν βάλει σκοπό να στερήσουν έστω και αυτή τη χαρά, καθώς οι τιμές στο χρηματιστήριο της τσάντας τα τελευταία χρόνια έχουν πάρει την ανηφόρα.
Η τιμή της μεγάλης Flap Bag της Chanel για παράδειγμα, όπως σημειώνει η Daily Mail, έχει αυξηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια κατά 70%, φθάνοντας να πωλείται στην αδιανόητη τιμή των 2.740 δολαρίων. Επίσης η Bayswater της Mulberry, η οποία το 2012 κόστιζε 650 δολάρια, σήμερα πωλείται αντί 895 δολαρίων, ενώ τα διάσημα clutch του Alexanter McQueen τα οποία τω 2012 πωλούνταν αντί 845 δολαρίων σήμερα αν θέλει κάποια να αποκτήσει ένα από αυτά θα πρέπει να καταβάλει το ποσό των 995 δολαρίων.
Οπως σημειώνει όμως η βρετανική εφημερίδα δεν είναι μόνο οι κορυφαίοι οίκοι μόδας που εκτόξευσαν τις τιμές των προϊόντων τους τα τελευταία χρόνια, αλλά και άλλοι μικρότεροι, φημισμένοι για τους τσάντες τους μεν, αλλά και για τις λογικές τιμές τους δε. Παράδειγμα οι τσάντες Coach των οποίων η τιμή κάποτε κυμαινόταν μεταξύ 200 και 300 δολαρίων, αλλά τώρα μπορεί να βρει κανείς στα ράφια της αγοράς τσάντες Coach να πωλούνται από 1.200 έως και 3.000 δολάρια.
Και εύλογα προκύπτει το εξής ερώτημα: Από τη στιγμή που οι τσάντες αυτές δεν είναι φτιαγμένες από χρυσό, πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η υπέρογκη τιμή τους; Η εξήγηση που έρχεται πρώτη στο μυαλό είναι ότι όσο πιο προσβάσιμη είναι η τιμή στον μέσο αγοραστή, τόσο λιγότερο ελκυστική γίνεται η τσάντα στους πολύ πλούσιους που θα προτιμούσαν να κρατούν στα χέρια τους κάτι πιο... αποκλειστικό και οι οποίοι αποτελούν το αγοραστικό κοινό στο οποίο ούτως ή άλλως στοχεύουν οι μεγάλοι οίκοι.
«Υπάρχουν πολύ εξαιρετικά πλούσιοι σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, ενώ στη Δύση οι πλούσιοι βλέπουν, παρά την κρίση, τα εισοδήματά τους να αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς», τονίζει σύμβουλος μόδας Σάντρα Χάλιντεϊ και προσθέτει: «Ετσι έχει δημιουργηθεί μια αγορά όπου οι αγοραστές εύκολα αγοράζουν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο μια τσάντα της οποίας η αξία μπορεί να φθάνει ακόμη και τα 1.000 ευρώ».Την ίδια ώρα ένας άλλος ειδικός σε θέματα μόδας σημειώνει πως υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι αισθάνονται καλύτερα απλά πληρώνοντας περισσότερο... Σε αυτό το κοινό στοχεύουν οι Chanel, η Balenciaga και άλλοι τέτοιου βεληνεκούς οίκοι μόδας».
Πάντως, η κίνηση αυτή, της κατακόρυφης αύξησης της τιμής δεν έχει πάντα ευεργετικά αποτελέσματα για τους οίκους μόδας. Για παράδειγμα η Mulberry της οποίας η μετοχή έπεσε κατά 60% μέσα στα δύο τελευταία χρόνια. Ειδικοί πιστεύουν ότι η κίνηση αυτή της Mulberry απέτυχε γιατί το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο οίκος, το οποίο είναι η μεσαία τάξη αισθάνεται... εγκαταλελειμμένο από τους μεγάλους οίκους μόδας τους οποίους εμπιστεύονταν επί χρόνια. «Αποξενώθηκαν από τη μεσαία τάξη. Εγκατέλειψαν ένα αγοραστικό κοινό το οποίο το μόνο που ζητούσε ήταν ποιότητα και στιλ σε μια λογική τιμή. Εργάστηκαν σκληρά για να αποκτήσουν ένα κομμάτι και αυτό που εισέπραξαν ήταν η κατακόρυφη αύξηση της τιμής».
Οι οίκοι μόδας, πάντως, από την πλευρά τους τονίζουν ότι για την αύξηση της τιμής ευθύνονται το αυξανόμενο κόστος του δέρματος σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους παραγωγής.