Η σφαγή της Ουτόγια, στη Νορβηγία, εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου που έχει πρωταγωνιστές τους «αγωνιστές κατά του εξισλαμισμού της Ευρώπης».
Όπως γράφει στη Μοντ ο Μπενζαμέν Αμπτάν, γενικός γραμματέας του European Grassroots Antiracist Movement (EGAM) και μέλος του εθνικού γραφείου της οργάνωσης SOS Racisme, η σταυροφορία αυτή ξεκίνησε ουσιαστικά με τον πόλεμο της Βοσνίας. Πολλοί είδαν τότε τη χριστιανική Σερβία του Μιλόσεβιτς ως τελευταίο οχυρό κατά του εξισλαμισμού της ηπείρου, τον οποίο υποτίθεται ότι επιδίωκαν οι Μουσουλμάνοι της Βοσνίας.
Αυτή η ανάγνωση, που τοποθετεί από τη μια πλευρά τον χριστιανισμό και τον πολιτισμό κι από την άλλη το ισλάμ και τη βαρβαρότητα, χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια από τον Πούτιν για να δικαιολογήσει την καταστροφή του Γκρόζνι και τη σφαγή των Τσετσένων.
Αποκορύφωμα αυτής της λογικής ήταν η γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα, τον Ιούλιο του 1995, που αποτέλεσε την αρχή του τέλους της σερβικής εξουσίας.
Για τους σταυροφόρους της «μάχης κατά του εξισλαμισμού της Ευρώπης», οι Μουσουλμάνοι μπορούν θαυμάσια να καταστρέψουν την Ευρώπη, όπως κατέστρεψαν τη Μεγάλη Σερβία.
Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι τα κόμματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς έχουν αποκτήσει ένα μετριοπαθή χαρακτήρα. Κι αυτό, επειδή πήραν τις αποστάσεις τους από τις πολιτικές δυνάμεις που οργάνωσαν την εξόντωση των Εβραίων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή αποδέχθηκαν το δημοκρατικό πλαίσιο κι επειδή υιοθέτησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό προοδευτικές έννοιες όπως ο φεμινισμός ή η ελευθερία της έκφρασης.
Οι αναλύσεις αυτές υποτίμησαν μια σημαντική πλευρά αυτής της «μετάλλαξης»: την ενοποίηση των ευρωπαϊκών κινημάτων της ακροδεξιάς -- τα οποία πολλοί αποκαλούν «λαϊκιστικά» -- στη βάση του μίσους κατά των μουσουλμάνων.
Η ιδεολογική αυτή συνάντηση γίνεται βέβαια με φόντο και καταλύτη την κρίση. Έχει τους «προφήτες» της, όπως είναι ο Ερίκ Ζεμούρ στη Γαλλία και ο Τίλο Σαραζίν στη Γερμανία, οι οποίοι θεωρητικοποιούν την ανάγκη των φυλετικών διακρίσεων. Έχει τα κόμματα που τη διευκολύνουν, όπως είναι το Φιλελεύθερο Κόμμα στη Δανία ή ο Λαός της Ελευθερίας στην Ιταλία, τα οποία «νομιμοποιούν» τον πολιτικό λόγο του μίσους. Έχει και τις νίκες που της προσφέρουν δημοκράτες σαν την Άγγελα Μέρκελ και τον Ντέιβιντ Κάμερον, οι οποίοι επικρίνουν το πολυ-πολιτιστικό σχήμα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ιδεολογική ανάλυση της ακροδεξιάς είναι σωστή.
Η μετάλλαξη αυτή της ακροδεξιάς δεν αποτελεί έτσι ένδειξη μετριοπάθειας, καθώς ο «βασικός εχθρός» μπορεί να άλλαξε, δεν άλλαξε όμως η εμμονή με τον εντοπισμό και την εξολόθρευσή του. Η «μάχη κατά του εξισλαμισμού της Ευρώπης» είναι η διάχυση του πνεύματος της Σρεμπρένιτσα σε όλη την Ευρώπη. Είναι ένα υπαρξιακό «ή αυτοί ή εμείς», που επιτρέπει όλες τις σφαγές. Είναι το πνεύμα του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου.
Δύο είναι οι στρατηγικές που χρησιμοποιεί αυτό το στρατόπεδο, σημειώνει ο Μπενζαμέν Αμπτάν. Η μία είναι η ευθεία επίθεση εναντίον των «εσωτερικών εχθρών»: τη στρατηγική αυτή χρησιμοποιούν το Jobbik της Ουγγαρίας, που ευθύνεται για πολλές δολοφονίες τσιγγάνων, ή οι γερμανοί νεοναζί που καίνε κάθε τόσο ξενώνες που φιλοξενούν τούρκους μετανάστες.
Η δεύτερη στρατηγική, που συμπληρώνει την πρώτη, είναι η επίθεση εναντίον ατόμων και θεσμών που προστατεύουν τους «εσωτερικούς εχθρούς», ώστε στη συνέχεια οι τελευταίοι να είναι πιο εύκολος στόχος. Αυτή τη λογική ακολούθησε ο Αντερς Μπέρινγκ Μπράιβικ, ο οποίος σκότωσε στην Ουτόγια εκείνους που θεωρούσε «συμμάχους του εχθρού», άρα προδότες.
Η απάντηση που έδωσε ο νορβηγός πρωθυπουργός Γενς Στόλτενμπεργκ ήταν ισχυρή και σαφής: «Περισσότερη δημοκρατία». Η απάντηση αυτή δεν είναι μόνο πολιτικά και ηθικά ορθή, είναι και στρατηγικά αναγκαία προκειμένου να ενισχυθεί το στρατόπεδο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας που απειλείται από τους θιασώτες του εμφυλίου πολέμου. Καλό θα ήταν από την απάντηση αυτή να εμπνευστεί ολόκληρη η Ευρώπη.