Ένα απλό τεστ που αναλύει το DNA του παιδιού στο αίμα της εγκύου μητέρας, αν χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια (95% έως 99%) ήδη από την έβδομη εβδομάδα της κύησης το φύλο του μωρού, χωρίς να δημιουργεί κανένα κίνδυνο για το έμβρυο, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Το αιματολογικό-γενετικό τεστ μπορεί να γίνει αρκετά νωρίτερα από το υπερηχογράφημα, το οποίο είναι συνήθως ακριβές κατά την 11η έως 14η εβδομάδα της κύησης (δηλαδή περίπου στο τέλος του πρώτου τριμήνου).
Η μελέτη (μετα-ανάλυση) όλων των έως τώρα ερευνών πάνω στο ζήτημα αυτό δείχνει ότι η νέα μέθοδος ανάλυσης του DNA του παιδιού μέσω του μητρικού αίματος είναι πιο ακριβής από τα τεστ ούρων (ακρίβεια μόνο 41%) και τα υπερηχογραφήματα, ενώ είναι πιο ασφαλής από την αμνιοκέντηση, η οποία απαιτεί λήψη υγρού από τον αμνιακό σάκο που περιβάλλει το έμβρυο, πράγμα που συνεπάγεται ένα μικρό κίνδυνο αποβολής (γύρω στο 1%). Έτσι, οι ειδικοί προβλέπουν ότι στο μέλλον αυτά τα νέου τύπου μη επεμβατικά τεστ θα γνωρίσουν μεγάλη εξάπλωση, είτε για λόγους αδημονίας και περιέργειας από την πλευρά των γονιών, είτε για ιατρικούς λόγους.
Η μελέτη, με επικεφαλής τη δρα Νταϊάνα Μπιάνκι της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Ταφτς, που παρουσιάστηκε στο περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (JAMA), σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», έθεσε στο μικροσκόπιο και συνέκρινε 57 επιστημονικές δημοσιευμένες έρευνες που αφορούσαν περίπου 6.500 κυήσεις και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το νέο τεστ υπερτερεί σε ακρίβεια των άλλων τεχνικών (98% ακριβές αν πρόκειται για αγόρι και 94,8% για κορίτσι).
Ήδη αρκετές χώρες στην Ευρώπη (Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, Ολλανδία κ.α.), αλλά όχι οι ΗΠΑ, έχουν αρχίσει να προσφέρουν τη νέα διαγνωστική μέθοδο στις εγκύους, ενώ μερικές εταιρίες (όπως η Consumer Genetics) πωλούν σχετικά τεστ απευθείας στους καταναλωτές μέσω διαδικτύου, αν και δεν είχαν σημαντική απήχηση ως τώρα γιατί δεν ήταν βεβαιωμένη η ακρίβειά τους.
Το τεστ μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε οικογένειες που πάσχουν από κληρονομικές διαταραχές όπως η αιμοφιλία. Από την άλλη, ορισμένοι επιστήμονες εξέφρασαν ανησυχία μήπως (ιδίως σε ορισμένες πολυπληθείς χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, όπου τα αγόρια προτιμώνται από τα κορίτσια) γίνει κακή χρήση του νέου τεστ, με συνέπεια να αυξηθούν οι εκτρώσεις παιδιών που δεν έχουν το επιθυμητό φύλο. «Αν οι γονείς χρησιμοποιήσουν το τεστ για να μάθουν το φύλο του εμβρύου και μετά να τερματίσουν την εγκυμοσύνη ανάλογα με το αποτέλεσμα (του τεστ), αυτό θα ήταν πρόβλημα. Ας θυμηθούμε ότι το φύλο δεν είναι ασθένεια», δήλωσε χαρακτηριστικά η γυναικολόγος δρ Μέρι Ρόσερ του Ιατρικού Κέντρου Μοντεφιόρε της Νέας Υόρκης.
Το τεστ αναζητά στο μητρικό αίμα μικρά τμήματα του χρωμοσώματος Υ που προσδιορίζει το αρσενικό φύλο και υπάρχει μόνο στους άνδρες. Αν αυτό βρεθεί, σημαίνει ότι το έμβρυο είναι αγόρι, αλλιώς, αν δεν βρεθούν ίχνη του χρωμοσώματος Υ, θα γεννηθεί κορίτσι. Πριν την έβδομη εβδομάδα της κύησης, το νέο τεστ έχει ακρίβεια περίπου 75% για τα αγόρια, η οποία αυξάνεται σημαντικά σε 95% την έβδομη εβδομάδα έως 99% την 20ή.