Αντί για έναν χείμαρρο δακρύων, η είδηση του θανάτου του συγγραφέα, αρθρογράφου, διανοούμενου Κωστή Παπαγιώργη, άνοιξε από τα ξημερώματα του Σαββάτου έναν χείμαρρο κειμένων που κατακλύζουν το διαδίκτυο. Ενα θριαμβευτικό και λυγμικό μνημόσυνο για τον Κωστή Παπαγιώργη που κηδεύεται σήμερα στις 4 στο Χαλάνδρι με την υπόμνηση «όχι στεφάνια, αλλά χρήματα για να φτιάξουμε μια παιδική χαρά στο χωριό του στη Κύμη.
Για έναν συγγραφέα που αυτοβιογραφήθηκε θαυμαστά σε κάθε του κείμενο και ταυτόχρονα παρέμεινε άγνωστος στου πολλούς – ως φυσική παρουσία- ο Κωστής Παπαγιώργης φέρει ήδη μια διάσταση μύθου αλλά και ανθρώπου που κάποια στιγμή νιώθεις πως συναντήθηκε το βλέμμα σου μαζί του. Εγραψε για την ιστορία, το ποδόσφαιρο, την πολιτική, τους Νεοέλληνες, το θάνατο αλλά και το αλκοόλ. Ποτέ δεν αρνήθηκε τη σχέση του με το αλκοόλ μάλιστα την ανέλυσε σε βάθος σαν ωδή αλλά και σαν ψυχρός επιστήμονας που καταγράφει ευρήματα μαζί στο βιβλίο του Περί μέθης. Μια συλλογή δοκιμίων του για τον πότη, τον μέθυσο, τον αλκοολικό, τη δημιουργική και καταστροφική διάσταση του να πίνεις.
Εγραφε μεταξύ άλλων:
«Εν πολλοίς, το μεθύσι ακολουθεί την πορεία του οργασμού. Υψώνεται σιγά-σιγά και μετά από ένα μετέωρο σπαραγμό, καταπέφτει. Οι περισσότεροι εγκαταλείπουν λίγο η πολύ πριν από την κορύφωση. Μα η αληθινή μέθη -όπως η λύση στο θέατρο- βρίσκεται ολόκληρη στην τελευταία πράξη. Όχι στην έξαψη που σφύζει όπως η ζωή, αλλά στην πτώση.
Η χαρά αρχίζει να μαδάει, όπως τα παλιά τριαντάφυλλα. Ο μεθυσμένος ψυχανεμίζεται το γενικό ξεθεμέλιωμα. Τον καίνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του. Διακατέχεται από τη σκοτεινή ανάγκη του θεατρίζεσθαι μέχρις εσχάτων. Να διαγουμιστοὺν τα πάντα. Να ειπωθεί ό,τι δεν ειπώθηκε, να γίνει ό,τι δεν έγινε. Και, φυσικά, τα τραύματα του παρελθόντος σε μια τέτοια λυγμική κατάσταση ισοδυναμούν με ταλέντα.
Έστω κι αν από τύχη δεν ανοίξουν μονομιάς όλες οι πληγές του, αφουγγράζεται πνιχτά μοιρολόγια των ημερών που κλαίνε γύρω του. Ένας άγουρος θρήνος λύνει τους κόμπους στο στήθος του, σαν ξεφάντωμα που καταλήγει σε φονικό. Τότε, από την πληθωρική εξωτερίκευση, ο μεθυσμένος κλείνεται απότομα στον εαυτό του, σαν τη φάλαινα που βυθίζεται λαβωμένη.
Η γιορτή αρχίζει να σβήνει και τα τελευταία της φώτα. Όποιος έφαγε κάποτε μάτια αγελάδας, γράφει ο Τζόυς, θα τον κοιτάζουν κατόπιν όλη του τη ζωή. Ποια είναι τα μάτια που δε βασιλεύουν ποτέ στα κατάβαθα του μεθυσμένου;
Κάνοντας ασύνδετες σκέψεις (που βρήκε το αλάτι της η θάλασσα; Πόσα σύννεφα έχει ο ουρανός;) από την εξημμένη δύναμη της αρχής φτάνει στη γενική καταρράκωση. Κανένας μίμος δεν τον φτάνει σε αυτό το ρόλο του δυστυχισμένου. Αδερφὸς της ασχήμειας, του κουρελιάσματος, ανεβαίνει σε φράσεις και πέφτει από εκεί όπως από γκρεμό. Ένα αντίο από ένα στόμα χωρίς στομάχι. Τα τελευταία ποτήρια τα πίνει αχόρταγα, όπως οι ποδοσφαιριστές το νερό στις παρατάσεις των καλοκαιρινών αγώνων κυπέλλου.
Βγαίνει ή τον βγάζουν στο δρόμο. θα αρχίσει να χτυπάει πόρτες; Να τυραννάει τη συσκευή του Μπέλ; Να ανασταίνει πρόσωπα θαμμένα κάτω από τα φύλλα του ημερολογίου; καθώς όλες του οι ηλικίες σέρνονται μεθυσμένες και τυφλές, η τελευταία του μεταμόρφωση είναι αυτή: παριστάνει την επιστροφή του χρόνου.
Κάθε γνήσιο μεθύσι καταλήγει σε πλήρη κατάπτωση, σε γκρέμισμα, σαν μικρός θάνατος. Γι’ αυτό η επιστροφή στο σπίτι -δεν αρμόζει να μεθάμε σπίτι μας- αποτελεί πάντα μια μικρή περιπέτεια. Ας σεβόμαστε αυτά τα κουφάρια που κατορθώνουν να βαδίζουν. Όποιος κι αν είναι ο δρόμος μας, εκείνοι είναι πρόδρομοι.»
Μια τέτοια εικόνα μέθης αποτύπωσε και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος σε συνέντευξη που είχε κάνει με τον Κωστή Παπαγιώργη τον Απρίλιο του 1992 για την Ελευθεροτυπία και αναδημοσιεύθηκε αυτές τις μέρες στον ιστότοπο της LifO. Γράφει στην εισαγωγή ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. «Συνάντησα τον Κωστή Παπαγιώργη πριν από 6-7 χρόνια (το 1985) στις Σπέτσες. Φιλοξενούμενοι στο ίδιο σπίτι. Το βράδυ πήρε όλη την παρέα και μας πήγε σ’ ένα σκυλάδικο. Χόρεψε ζεϊμπέκικο και μέθυσε μεθοδικά – ήπια κι εγώ μαζί του. Ακόμα δεν ξέρω πώς πηδήσαμε μια μάντρα και ξαπλώσαμε κάτω από ένα δέντρο τραγουδώντας. Οι άλλοι απηυδισμένοι έφυγαν. Ήταν γλυκιά νύχτα με φεγγάρι (Αύγουστος) και γυρίσαμε περπατητά, το χάραμα, αγκαλιασμένοι. Από τότε δεν τον ξανάδα. Μάθαινα διάφορα στο μεταξύ: Ότι το ποτό πήγε να τον σκοτώσει, ότι… ότι… - και ξαφνικά άρχισαν να εκδίδονται τα εξομολογητικά δοκίμιά του – ένα για κάθε πάθος ή πληγή της ζωής του. Τα νέα παιδιά άρχισαν να τον κουβεντιάζουν σαν ένα σκοτεινό ήρωα της λογοτεχνίας (είναι λογοτέχνης; Δοκιμιογράφος; ή απλώς αυτοβιογραφείται;), οι εφημερίδες να του ζητάνε συνεντεύξεις, τα βιβλία του να κάνουν απανωτές εκδόσεις… Του τηλεφώνησα».