Μια σειρά από βασικά ερωτήματα για τη δομή οργάνωσης της αρχαίας Σικυώνας αλλά και τις σχέσεις της με τους γείτονές της απαντήθηκαν κατά την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα στο πλάτωμα της Σικυώνος, από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του επίκουρου καθηγητή και διευθυντή του ερευνητικού προγράμματος στην περιοχή, Γιάννη Λώλου, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, το Πανεπιστήμιο του Υork (Γιορκ) και τη ΛΖ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ).
Η Σικυώνα
Σύμφωνα με τον κ. Λώλο, η αρχαία Σικυώνα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικές πόλεις του αρχαίου κόσμου χάρη στην πλούσια ιστορική και καλλιτεχνική της παράδοση. Εδαφικά καταλάμβανε μεγάλο μέρος της σημερινής δυτικής Κορινθίας και συνόρευε με την Κόρινθο και τις Κλεωνές προς ανατολάς, τον Φλιούντα και τη Στύμφαλο προς νότο, και την Αχαΐα προς δυσμάς. Από τον ύστερο 7ο έως τον ύστερο 6ο αι.π.Χ. και υπό το τυραννικό γένος των Ορθαγοριδών, η Σικυώνα θα αναπτύξει έντονη στρατιωτική, πολιτική και πολιτιστική δράση, που θα κορυφωθεί κατά το πρώτο μισό του 6ου αι. υπό τον Κλεισθένη.
Από τα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., η Σικυώνα θα εισέλθει στη σφαίρα επιρροής της Σπάρτης και λίγο αργότερα θα προσχωρήσει στην Πελοποννησιακή συμμαχία, όπου και θα παραμείνει ουσιαστικά μέχρι τη διάλυση της συμμαχίας κατά τη δεκαετία του 360 π.Χ.
Στο δεύτερο μισό του 4ου και μετά την επικράτηση των Μακεδόνων στην Ελλάδα, διάφορες Μακεδονικές φρουρές εγκαθίστανται στη Σικυώνα έως το 303 π.Χ., όταν ο Δημήτριος Πολιορκητής θα αλώσει και θα καταστρέψει την παράκτια πόλη. Στη συνέχεια, επανίδρυσε την πόλη στη θέση της ακρόπολής της - δηλαδή στο σημερινό πλάτωμα του χωριού Βασιλικό, περί τα 3 χλμ νοτιο-δυτικά του Κορινθιακού κόλπου.
Σε αυτή την πόλη θα επιστρέψει στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. ο εξόριστος Άρατος για να διεκδικήσει την εξουσία. Ο Άρατος θα εξελιχθεί σε μια από τις πλέον διορατικές και ηγετικές φυσιογνωμίες της Ελλάδας.
Αφού πρώτα ενέταξε τη Σικυώνα στην Αχαϊκή συμπολιτεία, κατόπιν οδήγησε τη συμπολιτεία ως στρατηγός της σε αλλεπάλληλες στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες, έτσι ώστε να προσαρτήσει έναν μεγάλο αριθμό πόλεων σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Η Αχαϊκή συμπολιτεία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά τον Β' Μακεδονικό πόλεμο (πρώϊμος 2ος αι. π.Χ.) και την υποστήριξη που παρείχε στους Ρωμαίους.
Κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, η Σικυώνα πρέπει να ακολούθησε φιλο-ρωμαϊκή ή τουλάχιστον ουδέτερη στάση καθότι την επαύριο της καταστροφής της Κορίνθου (146 π.Χ.) οι Ρωμαίοι τής παραχώρησαν για εκμετάλλευση το μεγαλύτερο τμήμα της Κορινθιακής πεδιάδας και της ανέθεσαν τη διεξαγωγή των Ισθμίων αγώνων.
Μετά την ίδρυση της αποικίας της Κορίνθου (44 π.Χ.), η Σικυώνα θα ζήσει στη σκιά της γείτονος πόλης και πρωτεύουσας της επαρχίας της Αχαΐας, ενώ στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. ο Παυσανίας αντίκρισε μια πόλη με έντονα τα σημάδια της ερήμωσης και της καταστροφής από μεγάλο σεισμό. Κατάφερε όμως να ξεπεράσει τη θεομηνία, έτσι ώστε δύο αιώνες αργότερα να γίνει έδρα επισκοπής.
Οι πρώτες ανασκαφές
To θέατρο ήταν το επίκεντρο των πρώτων ανασκαφών στη Σικυώνα κατά τον ύστερο 19ο αιώνα από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών. Από τη δεκαετία του 1920 έως τη δεκαετία του 1950 η ανασκαφική έρευνα υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και την διεύθυνση καταρχάς του Α. Φιλαδελφέος και στη συνέχεια του Α. Ορλάνδου επικεντρώθηκε στο χώρο της αγοράς της αρχαίας πόλης. Αποκαλύφθηκαν, σταδιακά, ένας ναός, το βουλευτήριο, μια μακρά στοά και ένα ορθογώνιο συγκρότημα, που αναγνωρίστηκε ως γυμνάσιο. Περιορισμένη ανασκαφή στο χώρο του ναού και του θεάτρου έγινε κατά τη δεκαετία του 1980 από την Κ. Κρυστάλλη-Βότση για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Στο σύνολό τους οι ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας αποκάλυψαν σημαντικά μνημεία του αστικού κέντρου της Σικυώνος, αλλά δεν αποσαφήνισαν ούτε τις χρονολογικές τους φάσεις ούτε το πώς εντάσσονταν στην αγορά.
Το ερευνητικό πρόγραμμα
Δεδομένης της μεγάλης έκτασης του αρχαίου άστεος (περίπου 2500 στρέμματα), της μικρής επίχωσης των αρχαιολογικών οριζόντων (κατά μέσο όρο μικρότερη του 1 μ) και της αγροτικής καλλιέργειας μεγάλου τμήματος του πλατώματος, η εντατική αρχαιολογική έρευνα επιφανείας ήταν η προφανής μέθοδος προσέγγισης του αρχαίου αστικού χώρου.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της έρευνας και την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων ήταν, σύμφωνα με τον κ. Λώλο, αφενός η συστηματική καταγραφή και χαρτογράφηση των υλικών καταλοίπων και αφετέρου η κατάλληλη επεξεργασία και ερμηνεία τους.
Κατά τη διάρκεια έξι ερευνητικών περιόδων (2004-2009) καλύφθηκε επιφανειακά έκταση περίπου 1000 στρεμμάτων, που αντιπροσωπεύει περίπου το 40% του αρχαίου αστικού χώρου, ενώ περισσότερα από 400 στρέμματα ερευνήθηκαν με γεωφυσικές μεθόδους.
Στα 2858 τετράγωνα που ερευνήθηκαν επιφανειακά, μετρήθηκαν όλα τα όστρακα και τα κεραμίδια, συλλέχθηκαν αντιπροσωπευτικά δείγματα, και χαρτογραφήθηκαν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα με τη χρήση διαφορικού GPS υψηλής ακρίβειας.
Συνολικά, καταγράφηκαν περίπου 800 κατά χώρα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και περίπου άλλα 1000 διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη. Επιπλέον, ύστερα από συστηματική μελέτη των χιλιάδων οστράκων κεραμεικής που συλλέχθηκαν, οι αρχαιολόγοι είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της Σικυώνιας κεραμεικής κατά τη διάρκεια μιας χιλιετίας, από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ.
Τα αποτελέσματα των ερευνών εκτός της αρχαίας αγοράς αποδείχθηκαν καθοριστικά για την ανασύνθεση του ρυμοτομικού σχεδίου της αρχαίας πόλης στο οποίο βέβαια εντασσόταν η αγορά. Το πολεοδομικό σχέδιο της Σικυώνας ήταν προσανατολισμένο στα 4 σημεία του ορίζοντα, και αποτελούνταν από τετράγωνες νησίδες πλευράς 60 έως 65 μ.
"Συνολικά τεκμηριώσαμε", αναφέρει ο κ. Λώλος, "την ύπαρξη 15 οδών με κατεύθυνση Β-Ν και 18 οδών με κατεύθυνση Α-Δ. Οι οδοί είχαν μέσο πλάτος 6 μ με εξαίρεση τουλάχιστον μια οδό, πραγματική λεωφόρο πλάτους σχεδόν 10μ, που διέσχιζε την πόλη από βορρά σε νότο και οδηγούσε στην αγορά (Οδός F). Η αγορά διαστάσεων 282 Χ 208μ, αντιστοιχούσε σε 12 οικοδομικές νησίδες και ήταν μια από τις μεγαλύτερες αγορές της Μεσογείου".
Η εξέταση της διασποράς του υλικού βοήθησε να ανασυντεθεί η οικιστική ιστορία του πλατώματος ανά τους αιώνες. Από τη μέση νεολιθική (6η χιλιετία π.Χ.) έως την υστερο-ελλαδική ΙΙΙΓ περίοδο (11ος αι. π.Χ.), ο οικισμός φαίνεται να περιοριζόταν στο νοτιο-ανατολικό πρόβολο του πλατώματος και ενδεχομένως σε τμήμα που καταλαμβάνει ο σημερινός οικισμός (του Βασιλικού).
Από την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, όταν δηλαδή το πλάτωμα της Σικυώνος ήταν η ακρόπολη της παράκτιας πόλης, έχουμε λιγοστή κεραμεική.
Συγκεκριμένα, αναγνωρίστηκαν ελάχιστα όστρακα της αρχαϊκής περιόδου, ενώ κλασική κεραμεική ιδίως του 4ου αι. π.Χ. βρέθηκε σε μικρές μόνο συγκεντρώσεις. Στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο (3ος αι. π.Χ.) κατασκευάστηκαν τα δημόσια μνημεία του κέντρου της αρχαίας πόλης, που ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές του Α. Ορλάνδου.
Πέραν όμως του δημόσιου κέντρου της πόλης, φαίνεται ότι η κατοίκηση της πόλης στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους ήταν λιγότερο εκτεταμένη απ' ό,τι στη μέση και ύστερη ελληνιστική περιόδο.
Κατά τον 2ο και 1ο αι. π.Χ., η έκταση του κατοικημένου χώρου καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κατώτερου πλατώματος, ενώ το ανώτερο πλάτωμα παραμένει αραιοκατοικημένο με κάποιες ως επί το πλείστον πρόχειρες εγκαταστάσεις γεωργών και κτηνοτρόφων. Υπολογίζεται ότι ο αστικός πληθυσμός εκείνη την περίοδο "άγγιζε" τους 12000 έως 15000 κατοίκους.
Είναι πιθανό , διευκρινίζει ο κ. Λώλος, η καταστροφή της Κορίνθου στα 146 π.Χ. να ευνόησε τα τοπικά κεραμεικά εργαστήρια - κατάλοιπα των οποίων εντοπίσαμε στη νότια πλευρά του πλατώματος. Τα προϊόντα τους, επιτραπέζια και αποθηκευτικά αγγεία, μαγειρικά σκεύη και λυχνάρια, χρονολογούνται ως επί το πλείστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. μέχρι και τον 1ο αι. μ.Χ.
Τα επιφανειακά κατάλοιπα, σύμφωνα με τον ίδιο, δείχνουν ότι η κατοίκηση στο πλάτωμα κατά τους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους ήταν εκτεταμένη, με πιθανή εξαίρεση το δυτικό τμήμα του ανώτερου πλατώματος.
Οικιστικές νησίδες κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου και νότιου πλατώματος ενώ η νότια άκρη του νότιου πλατώματος ήταν η συνοικία των κεραμέων όπως και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Πιθανόν, εκείνη την εποχή κατασκευάζεται και το λουτρικό συγκρότημα παρά την αρχαία αγορά, και το υδραγωγείο που το τροφοδοτούσε από απόσταση περίπου 10 χλμ.
Σημαντική συρρίκνωση του οικισμού παρατηρείται στους ύστερο-ρωμαϊκούς και πρώιμους βυζαντινούς χρόνους (4ος - 7ος αι. μ.Χ.), όταν η δραστηριότητα επικεντρώνεται στο κεντρικό τμήμα του πλατώματος, γύρω από την αρχαία αγορά.
Έτσι εξηγείται και η ανέγερση- κατά πάσα πιθανότητα αυτή την εποχή- δύο βασιλικών εντός της αρχαίας αγοράς, μίας επί του αρχαίου ναού και της δεύτερης, που ανιχνεύθηκαν με γεωφυσικές μεθόδους, στα ανατολικά της.
Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, ο οικισμός φαίνεται να συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο και να μετακινήθηκε στην περιοχή του σημερινού χωριού.
Το κάστρο του Βασιλικού, ίχνη του οποίου σώζονται στο νοτιο-ανατολικό άκρο του χωριού, ανεγέρθηκε από τους Βιλλεαρδουίνους στον πρώιμο 13ο αι. εν μέρει πάνω στα ερείπια του ελληνιστικού τείχους. Η ανέγερση του κάστρου ήταν η αφορμή της επέκτασης του οικισμού εδώ κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της πρώϊμης Τουρκοκρατίας (έως τον 16ο αι.). Η επιφανειακή έρευνα γύρω από τη θέση του κάστρου, και ιδίως στο νοτιο-ανατολικό πρόβολο του πλατώματος, απέδωσε άφθονη κεραμεική αυτών των αιώνων.
Μελλοντικοί στόχοι
Αναφερόμενος στους μελλοντικούς στόχους, ο κ. Λώλος σημειώνει πως μπορούν πλέον να ιεραρχηθούν τα δεδομένα και να προχωρήσει μια στοχευμένη ανασκαφή.
Προέχει η ανασκαφή ενός αρχαίου οικοδομικού τετραγώνου με τις όμορες οδούς του, εμβαδού περίπου 4 στρεμμάτων. Στόχος είναι το τετράγωνο αυτό να γειτνιάζει με τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο (που συμπίπτει με την αρχαία αγορά), έτσι ώστε στο μέλλον να ενοποιηθεί και να δημιουργηθεί ένας μεγάλος ενιαίος αρχαιολογικός χώρος που θα περιλαμβάνει την αγορά και ένα οικιστικό τετράγωνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα αγνοούμε τη μορφή και το περιεχόμενο μιας τυπικής Σικυώνιας οικίας.
Δεύτερο σε προτεραιότητα είναι η ανασκαφή του ιερού που εντοπίσαμε με γεωφυσικές μεθόδους βορείως της παλαίστρας. Το ιερό με τις στοές που το περιβάλλουν έχει συνολικό εμβαδόν περίπου 4 στρεμμάτων.
Είναι προφανές, διευκρινίζει ο κ. Λώλος, ότι το μέγεθος ενός τέτοιου εγχειρήματος απαιτεί πολυετή και συλλογική προσπάθεια και μπορεί να γίνει μόνο σε στάδια ανάλογα με το προσωπικό και τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους. Μέχρι σήμερα, όπως λέει, η χρηματοδότηση του προγράμματος ήταν ελάχιστη και κάλυπτε μόνο τα έξοδα διαμονής και διατροφής των συνεργατών που εργάζονταν και εργάζονται αμισθί.
Η διενέργεια όμως μιας ανασκαφής προϋποθέτει την πρόσληψη έμμισθου εργατικού και εξειδικευμένου προσωπικού, και αυτό μεταφράζεται σε κόστος της τάξης των 50000 ευρώ ανά έτος.