Κλιμακώνεται επικίνδυνα η ένταση στην χερσόνησο της Κριμαίας, καθώς, μετά το σαρωτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, οι Ρώσοι προχωρούν ακάθεκτη στην προσάρτηση της περιοχής στην ομοσπονδία, ενώ, σήμερα σημειώθηκε και το πρώτο ένοπλο περιστατικό από την αρχή της διαμάχης.Το Κίεβο ανακοίνωσε τον πρώτο θάνατο μέλους του ουκρανικού στρατού από πυρά ενόπλων κατά τη διάρκεια εφόδου σε στρατιωτική βάση στην Συμφερόπολη.
Σε δηλώσεις του στο πρακτορείο Reuters, o εκπρόσωπος του ουκρανικού στρατού Βλάντισλαβ Σελεζνιόφ γνωστοποίησε ότι ένας από τους στρατιώτες της βάσης υπέκυψε στα τραύματά του, χωρίς να είναι σε θέση να πει ποιος διέπραξε την επίθεση. Εγινε από μέλη «μιας άγνωστης δύναμης, πλήρως εξοπλισμένης και με καλυμμένα πρόσωπα», αρκέστηκε να πει.
«Ενας Ουκρανός στρατιώτης τραυματίστηκε στο λαιμό και στην κλείδα. Τώρα έχουμε οχυρωθεί στο δεύτερο όροφο. Τα κεντρικά έχουν καταληφθεί και ο διοικητής έχει απαχθεί. Θέλουν να παραδώσουμε τα όπλα μας αλλά δε σκοπεύουμε να παραδοθούμε» ανέφερε αλλος εκπρόσωπος των ουκρανικών ένοπλων δυνάμεων.
«Οι απόπειρες κατάληψης στρατιωτικών μονάδων με την χρήση όπλων έχουν πολλαπλασιαστεί αυτές τις τελευταίες ημέρες», τόνισε ο Σεργκέι Γκαϊντούκ, επικεφαλής του ουκρανικού πολεμικού ναυτικού, κατά την διάρκεια συνάντησης με τον μεταβατικό πρόεδρο της Ουκρανίας Ολεξάντρ Τουρτσίνοφ και τον πρωθυπουργό Αρσένι Γιατσενιούκ.
Στη Συμφερόπολη φωτορεπόρτερ του Γαλλικού Πρακτορείου είδε πολλούς ένοπλους άνδρες να διεισδύουν σε μια ουκρανική βάση που είχαν περικυκλώσει οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Μια ριπή από αυτόματο όπλο αντήχησε λίγο μετά από το εσωτερικό. Δύο ασθενοφόρα έφθασαν στο σημείο λίγο μετά, όμως ο φωτογράφος δε μπόρεσε να προσεγγίσει την είσοδο της βάσης.
Σύμφωνα με τον Σεργκέι Γκαϊντούκ, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν πολιορκήσει 38 ουκρανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κριμαία.
Τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, πάντως, κάνουν λόγο για προβοκάτσια και αναφέρουν ότι ένας ελεύθερος σκοπευτής, άγνωστης ταυτότητας, ήθελε να χυθεί αίμα για να αμαυρώσει την ημέρα γιορτής για την Κριμαία.
Γιατσενιούκ: Η αντιπαράθεση μπαίνει σε στρατιωτική φάση
Ο μεταβατικός πρωθυπουργός της Ουκρανίας Αρσένι Γιατσενιούκ ζήτησε από το υπουργείο Άμυνας της χώρας του να οργανώσει κατεπείγουσα συνάντηση με τη συμμετοχή της Ρωσίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, μετά το αιματηρό επεισόδιο που σημειώθηκε σε στρατιωτική βάση στη Συμφερόπολη, με θύματα δύο Ουκρανούς στρατιώτες.
«Σήμερα Ρώσοι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν τους Ουκρανούς στρατιωτικούς. Πρόκειται για έγκλημα πολέμου», είπε ο Γιατσενιούκ, τονίζοντας ότι η αντιπαράθεση στην Κριμαία πέρασε σήμερα σε «στρατιωτική φάση».
«Η σύγκρουση μετατρέπεται από πολιτική σε στρατιωτική εξαιτίας των Ρώσων στρατιωτών» είπε, σημειώνοντας ότι το «έγκλημα πολέμου» στο οποίο προέβησαν οι Ρώσοι δεν παραγράφεται.
Η Ρωσία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ ήταν οι χώρες που είχαν εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Ουκρανίας όταν υπογράφηκε, το 1994, το λεγόμενο «Μνημόνιο της Βουδαπέστης».
Λίγη ώρα αργότερα ανακοινώθηκε ότι οι Ουκρανοί στρατιώτες που βρίσκονται στην Κριμαία έλαβαν εντολή να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους.
Οι Ρώσοι στρέφουν το βλέμμα τους στους Τάταρους και ετοιμάζουν διωγμούς
Παράλληλα με την στρατιωτική ένταση, οι νέες, φιλορωσικές αρχές της Κριμαίας ανακοίνωσαν ότι εξετάζουν το ενδεχόμενο να πάρουν πίσω ορισμένες εκτάσεις τις οποίες κατέλαβαν «παρανόμως» οι Τάταροι της περιοχής.
«Θα τους ζητήσουμε να απελευθερώσουν ένα τμήμα των εδαφών που κατέχουν γιατί το χρειαζόμαστε για τα κοινωνικά προγράμματά μας» είπε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της χερσονήσου Ρουστάμ Τεμιργκάλιεφ στο ρωσικό πρακτορείο RIA Novosti.
Οπως υποστήριξε, πολλές εκτάσεις, κυρίως στη Συμφερόπολη, την πρωτεύουσα της χερσονήσου, έχουν καταληφθεί παράνομα από τους Τατάρους.
Οι Τάταροι, η μουσουλμανική μειονότητα που αποτελεί το 12-15% του πληθυσμού της περιοχής, μποϊκοτάρισαν το δημοψήφισμα της Κυριακής για την ένωση της Κριμαίας με τη Ρωσία.
Το 1994 οι Τάταροι της Κριμαίας, χαρακτηρισμένοι ως συνεργάτες των Ναζί, εξορίστηκαν μαζικά στην κεντρική Ασία, κατ' εντολή του Ιωσήφ Στάλιν. Τους δόθηκε η άδεια να επιστρέψουν στη χερσόνησο μετά το 1989. Σε κάποιες περιπτώσεις εγκαταστάθηκαν σε εκτάσεις που δεν τους ανήκαν πλέον αφού μετά τον διωγμό τους είχαν δοθεί σε άλλους.