Την έκπληξή του, αλλά και την ανεπιφύλακτη αγάπη του για τον φίλο του Σταύρο, την ελπίδα πως το Ποτάμι θα κάνει την ρήξη, αλλά και κριτική σε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ μα και ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει μεταξύ άλλων στην μακροσκελή επιστολή του Γιάννης Βαρουφάκης. Ξεκαθαρίζοντας «Σου εύχομαι, ειλικρινά, να πετύχεις. Θα σε παρακολουθώ με ευχές, αγάπη, ελπίδες και φουλ κριτική διάθεση.»
Ακολουθεί αναλυτικά η επιστολή, όπως δημοσιεύται στο protagon.
«Έκπληκτος με την απόφασή σου να φτιάξεις κόμμα, περίμενα αρκετές μέρες προτού καταγράψω τις πρώτες σκέψεις για το εγχείρημά σου. Χρειάζονταν αυτές οι μέρες για να μπορέσω να διαχωρίσω τις σκέψεις αυτές από τις μνήμες και τα συναισθήματα που έχω συνδέσει με σένα – από εκείνη την συνέντευξη που μου είχες πρωτοπάρει για το πανεπιστήμιο (στην οποία σε «φόρτωσα» με την αγανάκτησή μου με αυτά που ζούσα), τα πρώτα βήματα στο protagon, τις περιπέτειες με την άγκυρα στην Αίγινα... Καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά, κατέληξα ότι ο μόνος τρόπος να γράψω για το Ποτάμι σου ήταν υπό τη μορφή προσωπικής επιστολής. Και μιας εμείς δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε από τους αναγνώστες μας, αποφάσισα να την αναρτήσω απ ευθείας στο protagon, αντί να σου τη στείλω με email.
Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω ότι, παρόλο που εξεπλάγην, η έκπληξη ήταν ευχάριστη. Ένα κόμμα που δεν αποτελεί φράξια, spin off, ή δεκανίκι κατεστημένου κόμματος, είναι θείο δώρο στο αποτελματωμένο πολιτικό σκηνικό, το οποίο έχει απόλυτη ανάγκη να μετεξελιχθεί στο επόμενο στάδιό του. Όπως στη φύση, έτσι και στην πολιτική, η εξέλιξη έρχεται μόνο μέσα από τις απρόβλεπτες «μεταλλάξεις» που διακόπτουν και διαταράσσουν τη διαδικασία «προσαρμογής». Το Ποτάμι σου είναι μια τέτοια μετάλλαξη. Έχουμε άμεση ανάγκη όσο το δυνατόν περισσότερων τέτοιων μεταλλάξεων, ελπίζοντας ότι κάποια από αυτές θα «πιάσει» και πως τα αποτελέσματά της θα είναι καλύτερα για τον τόπο.
Το δεύτερο που θέλω να σου πω είναι ότι δεν έχει μεγάλη σημασία αν, στα πρώτα βήματα, υπάρχουν ασάφειες, λάθη και γενικολογίες στον προγραμματικό σου λόγο. Είναι απόλυτα φυσιολογικό ένα κόμμα που ξεκινά από το μηδέν να μην έχει καλώς διαμορφωμένες θέσεις για τα πάντα. (Λες και τα δήθεν «δουλεμένα» προγράμματα των κατεστημένων κομμάτων αξίζουν το χαρτί στο οποίο τυπώθηκαν). Δεν αμφιβάλλω ότι ο κόσμος θα είναι ιδιαίτερα επιεικής απέναντί σου, εφόσον όμως «πιάσεις τον παλμό» της σημερινής ιστορικής καμπής και δείξεις ότι μαθαίνεις, και εξελίσσεσαι, γοργά.
Το τρίτο σημείο είναι το κυριότερο και αφορά την ουσία – τον παλμό στον οποίο αναφέρθηκα. Τα κόμματα που αποτέλεσαν σημαντικές ιστορικές τομές δεν ήταν εκείνα που εξέφρασαν αυτό που η πλειοψηφία ήθελε να ακούσει ή που αποσκοπούσαν, εξ αρχής, στην πλατιά συναίνεση. Τα ιστορικά κόμματα ήταν εκείνα που, την εποχή της ανάδυσής τους, αντιπροσώπευσαν μια ιστορικά απαιτούμενη ρήξη. Μια ρήξη που κατέστη αναγκαία επειδή, κάτω από την επιφάνεια, οι τεκτονικές πλάκες της κοινωνικής οικονομίας μετακινιόντουσαν, δημιουργώντας τις συνθήκες για σεισμικές δονήσεις που απαιτούσαν μια νέα, μεγάλη ρήξη σε θεσμικό επίπεδο και ένα κόμμα να φέρει τη ρήξη αυτή εις πέρας. Έτσι, π.χ., γεννήθηκε η Βενιζελική παράταξη (ρήξη με την ελληνική φεουδαρχία υπέρ της ανερχόμενης αστικής τάξης), το Κομμουνιστικό Κόμμα (ρήξη της εργατικής τάξης με την απολυταρχία των τσιφλικάδων και των εργοδοτών), του Κ. Καραμανλή (ρήξη με ένα παλάτι που θεωρούσε δικαίωμά του να ελέγχει τους αχυρανθρώπους του), του Ανδρέα Παπανδρέου (ρήξη με την ιδέα πως η Ελλάδα πρέπει να αποδέχεται ασυζητητί -και ως υποτακτικός, yes man- τις θέσεις ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΟΚ).
Εδώ και καιρό, και ιδίως μετά την Καθολική Πτώχευση του 2010, τα ιστορικά κόμματα έχουν μετατραπεί σε απολιθώματα. Γιατί; Επειδή οι ρήξεις στις οποίες στηρίχθηκαν για να υπάρξουν είναι πλέον ιστορικά ξεπερασμένες, ενώ η σημερινή συγκυρία απαιτεί νέα ρήξη που όμως είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα των κομματικών μηχανισμών τους. Το μέγα ερώτημα είναι διττό: Ποια είναι η ρήξη που απαιτεί η σημερινή ιστορική καμπή; Είστε, εσύ και οι συνοδοιπόροι σου στο Ποτάμι, έτοιμοι να την κάνετε; Επίτρεψέ μου μερικές σκέψεις για το πρώτο σκέλος του διττού ερωτήματος (καθώς το δεύτερο σκέλος μόνο εσύ, και το μέλλον, μπορούν να απαντήσουν).
Ποια ρήξη;
Ο κατάλογος με τα κακώς κείμενα της πατρίδας μας είναι ατελείωτος. Όμως, για να μη χάσουμε το δάσος κοιτώντας ένα-ένα το κάθε δέντρο, είναι χρήσιμο να επικεντρωθούμε στο ένα βασικό εμπόδιο που η χώρα πρέπει να κατεδαφίσει ώστε να προχωρήσει: Στον Δομημένο Παρασιτισμό Δύο Επιπέδων που, δυστυχώς, επανα-oικοδομείται αυτήν την εποχή μετά τυμπανοκρουσιών και πυροτεχνημάτων πάνω στα ερείπια της Κλεπτοκρατίας που χρεοκόπησε πρόσφατα (αφού χρεοκόπησε τη χώρα). Το κόμμα που θα γράψει ιστορία σήμερα είναι αυτό που θα προβεί σε ανένδοτη ρήξη με αυτόν τον Δομημένο Παρασιτισμό Δύο Επιπέδων. Και στα δύο επίπεδά του. Ποια είναι αυτά;
Μικρο-Παρασιτισμός
Το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο που ονομάζω μικρο-οικονομικό, ή μικρο-κοινωνικό, παρασιτισμό. Ο μικρο-παρασιτισμός αυτός χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Τον αντικρίζουμε στο πρόσωπο του λουφαδόρου και ευθυνόφοβου δημόσιου υπάλληλου και, παράλληλα, σε έναν ιδιωτικό τομέα που ανακυκλώνει δανεικό χρήμα μεταξύ καταστημάτων διάθεσης εισαγόμενων, καφετεριών, διαφημιστών, ΜΔΕ (μέσων δήθεν ενημέρωσης) και εργολάβων. Είναι ο λόγος που η Ελλάδα παρέμενε υπανάπτυκτη και που, όταν ήρθε η λαίλαπα της Παγκόσμιας και Ευρωπαϊκής Κρίσης, ήταν το πρώτο ντόμινο που έπεσε.
Από τα δύο επίπεδα του παρασιτισμού ξέρω ότι εκείνο του μικρο-παρασιτισμού το έχεις στο στόχαστρό σου, όπως φαίνεται από τα κείμενά σου, τις εκπομπές σου, τις συζητήσεις μας. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο, ανώτερο, επίπεδο παρασιτισμού για το οποίο δεν έχεις γράψει ή μιλήσει. Είναι ο μακρο-οικονομικός, και μακρο-κοινωνικός, παρασιτισμός. Ο Μακρο-Παρασιτισμός!
Μακρο-Παρασιτισμός
Από τότε που φάνηκε ότι η χώρα θα μπει στο ευρώ, περί το 1997, ένα τσουνάμι κεφαλαίων εισέβαλε στην Ελλάδα (όπως και στην υπόλοιπη Περιφέρεια) – και συνέχισε να εισβάλει μέχρι την κατάρρευση της Wall Street το 2008. Ο λόγος για αυτή την εισβολή ήταν απλός: Τα επιτόκια στον πυρήνα (Λονδίνο, Φραγκφούρτη, Παρίσι, Νέα Υόρκη) είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί ενώ στην Ελλάδα ήταν ακόμα πολύ υψηλά (κι ας μειώνονταν σταδιακά). Όταν φάνηκε πως τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία θα αποτιμηθούν σε ξένο σκληρό νόμισμα (σε ευρώ), οι ξένες τράπεζες άρχισαν να ανταγωνίζονται η μία την άλλη για το ποια θα δάνειζε τους έλληνες (ιδιώτες, επιχειρήσεις, τραπεζίτες, ακόμα και το κράτος μας) ώστε να κερδίσουν από αυτή τη διαφορά επιτοκίων.
Αυτό το τσουνάμι δανεικών μας έφερε τη φούσκα στο Χρηματιστήριο, την αύξηση των τιμών των ακινήτων, το καταναλωτικό παραλήρημα, τους υψηλούς ρυθμούς «ανάπτυξης», τις Cayenne και το όργιο των ΜΜΕ. Αυτές οι φούσκες ήταν που ενίσχυσαν την ελληνική κλεπτοκρατία και την κατέστησαν κυρίαρχη τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Αυτός ο Μακρο-Παρασιτισμός λειτούργησε ως τεράστιο χταπόδι του οποίου τα πλοκάμια εισέβαλαν σε κάθε γωνιά της χώρας, σε κάθε τομέα, σε κάθε σπιτικό, ενισχύοντας τα μέγιστα τον παραδοσιακό μας Μικρο-Παρασιτισμό.
Το 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers, το τσουνάμι κεφαλαίων αντέστρεψε τον ρου του (ξάφνου τα ξένα κεφάλαια άρχισαν να εγκαταλείπουν την Περιφέρεια της Ευρώπης), οι φούσκες που αποτελούσαν το θεμέλιο του μακρο-παρασιτισμού έσκασαν, κι έτσι ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τη μεγάλη καταστροφή που έπληξε τον τόπο. Τότε ήταν που ελπίσαμε ότι η Κρίση θα ήταν, τουλάχιστον, μια ευκαιρία για να γλιτώσουμε από τον Μακρο-Παρασιτισμό και να βάλουμε τις βάσεις για να χτυπήσουμε και τον Μικρο-Παρασιτισμό.
Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε. Σύντομα, από τον Μάιο του 2010, οι αρχιεράρχες του Μακρο-Παρασιτισμού βρήκαν το κόλπο με το οποίο όχι μόνο διατήρησαν, αλλά και ενίσχυσαν την εξουσία τους επί του κοινωνικού συνόλου.
Ο Νέος Μακρο-Παρασιτισμός
Αρχές του 2010 πτώχευσε ο δημόσιος τομέας μας και, λίγο αργότερα, τον ακολούθησε ο ιδιωτικός τομέας. Καθολικά πτωχευμένοι λάβαμε το μεγαλύτερο δάνειο στην ανθρώπινη ιστορία υπό τον όρο της δραστικής μείωσης του εθνικού εισοδήματος (καθώς αυτό σημαίνει δραστική λιτότητα και εσωτερική υποτίμηση) – ένας συνδυασμός που έκανε αναπόφευκτο το κούρεμα του δημόσιου χρέους (παρά το γεγονός ότι, όπως θυμάσαι, όσοι εξ ημών τολμούσαμε να μιλήσουμε για αυτό χαρακτηριζόμασταν εθνο-προδότες από τον κ. Παπακωνσταντίνου και τους συν αυτώ).
Όταν ήρθε, το κούρεμα ήταν βαθύ (75% σε μακροχρόνια υπολογισμένες αξίες και αργότερα, με την παροιμιώδη «επαναγορά χρέους»... 93%!) αλλά επιλεκτικό, καθώς δεν άγγιξε τα δάνεια της τρόικας και τα ομόλογα κάποιων αρπακτικών hedge funds. Το μεγάλο κόλπο αφορούσε τις ελληνικές τράπεζες όπου στόχος ήταν να κουρευτούν κι αυτές ριζικά αλλά ο φορολογούμενος να αποζημιώσει τους τραπεζίτες και να τους κρατήσει (δανειζόμενος ο ίδιος) στο τιμόνι των τραπεζών.
Από την Άνοιξη του 2012 έως σήμερα, το δημόσιο βουλιάζει όλο και περισσότερο στο τέλμα μη βιώσιμου χρέους ώστε κάποιοι επώνυμοι κύριοι να παραμείνουν κυρίαρχοι τραπεζών τις οποίες αδυνατούν να επαναφέρουν σε μια υγιή κατάσταση ώστε να ξανα-αρχίσει ο δανεισμός στις υγιείς επιχειρήσεις. Έτσι, τόσο ο δημόσιος τομέας, όσο και ο εν δυνάμει υγιής ιδιωτικός τομέας βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά στην κινούμενη άμμο της Καθολικής Πτώχευσης, στον βωμό μιας χούφτας τραπεζιτών οι οποίοι, στη σημερινή κατάσταση ανέχειας που πλήττει τα ΜΜΕ και τα κόμματα του παρασιτισμού, είναι οι μοναδικοί χρηματοδότες πολιτικών, καναλιών και εφημερίδων και, συνεπώς, οι διαμορφωτές της κυρίαρχης πολιτικής και ενημέρωσης.
Πρόκειται για μια νέα, πιο στυγνή παρά ποτέ μορφή Μακρο-Παρασιτισμού η οποία πασχίζει να ρίξει στάχτη στα μάτια του κόσμου με τα διάφορα Greek Success Stories, με τις υποσχέσεις για έξοδο στις αγορές (λες κι έχει σημασία αν ο πτωχευμένος δανείζεται από την τρόικα ή τις αγορές ελέω της ΕΚΤ), με την τρομοκρατία του «Μετά από Εμάς το Χάος», με τον απίστευτο ισχυρισμό ότι «διέσωσαν την Ελλάδα από την πτώχευση» κ.λπ.
Ίσως το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι, αντίθετα με τον Μακρο-Παρασιτισμό που εξόκειλε το 2010, ο Νέος Μακρο-Παρασιτισμός έχει την έγκριση και την απόλυτη συμπαράσταση της τρόικας. Δομήθηκε συστηματικά με το Μνημόνιο 2 των Παπαδήμου-Βενιζέλου υπό την καθοδήγηση της Φραγκφούρτης, του Βερολίνου και των Βρυξελλών (την ώρα που το ΔΝΤ προσπαθούσε, αναιμικά είναι η αλήθεια, να προβάλει ενστάσεις). Γιατί τέτοια αρωγή;
Γιατί οι «αδέκαστοι» δανειστές, που απαιτούν «τομές» και «μεταρρυθμίσεις» που εξοικονομούν μερικά ευρώ από άρρωστους γέρους, δεν έχουν πρόβλημα με τη δωρεά εκατοντάδων εκατομμυρίων σε λίγους σκοτεινούς Έλληνες που (όπως γνωρίζει καλά η τρόικα), ως αδηφάγα παράσιτα, εμποδίζουν την ανάκαμψη της χώρας; Ο λόγος είναι απλός και συνάμα θλιβερός: επειδή (α) η γερμανική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί τον απαραίτητο εξευρωπαϊσμό των τραπεζών της ευρωζώνης (και αρνείται να ξεκινήσει με τις ελληνικές) και (β) οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες δεν θέλουν επ’ ουδενί να υπάρξει προηγούμενο σοβαρών ελέγχων αμαρτωλών-πτωχευμένων τραπεζιτών.
Το Διακύβευμα της Διπλής Ρήξης
Διάβασα να λες, σε συνέντευξη στη Ναυτεμπορική, πως«η Ευρώπη πρέπει να δει πως έχουμε μπει σε τροχιά ανάπτυξης κι όταν είμαστε στα πόδια μας τότε να κάνει μια τολμηρή προσπάθεια για να μας βοηθήσει». Φρούδες οι ελπίδες για κάτι τέτοιο, Σταύρο μου.
Όσο εγκαθιδρύεται ο Νέος Μακρο-Παρασιτισμός, ο υγιής ιδιωτικός τομέας δεν θα μπορεί να αναπνεύσει, οι σοβαρές επιχειρήσεις (ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε η Βιοχάλκο κι άλλες αντίστοιχες) θα σηκώνουν την άγκυρα και θα σαλπάρουν για άλλες θάλασσες, οι νέοι θα μεταναστεύουν, και όσοι ήρωες μείνουν πίσω θα ασφυκτιούν. Σε αυτό το πλαίσιο, και αυτοδύναμος πρωθυπουργός να γίνεις, δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα για να καταπολεμήσεις τον Μικρο-Παρασιτισμό που τόσο σε εκνευρίζει.
Το Δόγμα Παπακωνσταντίνου (όπως το ενστερνίστηκαν οι κύριοι Γ. Παπανδρέου, Β. Βενιζέλος, Λ. Παπαδήμος, Α. Σαμαράς, Γ. Στουρνάρας) έλεγε κάτι πολύ απλό: «Να κάνουμε ό,τι μας λένε, να μπούμε σε τροχιά ανάκαμψης, και μετά θα μας ελεήσουν.». Δείχνεις να το ενστερνίζεσαι. Φοβάμαι ότι αν το κάνεις θα υπονομεύσεις το Ποτάμι. Το εν λόγω Δόγμα είναι προς αποφυγήν επειδή: Πρώτον, αν κάνουμε ό,τι μας λένε, θα τονώσουμε τον Μακρο-Παρασιτισμό (ακυρώνοντας ντε φάκτο τον πόλεμο εναντίον του Μικρο-Παρασιτισμού) και έτσι η τροχιά ανάπτυξης θα παραμείνει όνειρο απατηλό. Δεύτερον, άνευ δικής μας έντονης πίεσης, το Βερολίνο θα κάνει μόνο τα ελάχιστα για να μας κρατήσει στο ευρώ σε κατάσταση νεκροζώντανη και πολύ μακριά της τροχιάς ανάπτυξης που αναφέρεις.
Διάβασα την άποψή σου ότι τα Μνημόνια λήγουν τον Μάιο και πως αυτό που μετρά πλέον είναι το τι θα κάνουμε στη μετα-Μνημονιακή εποχή που αρχίζει ώστε να ενισχύσουμε την παραγωγή. Εδώ πρέπει να σε επιπλήξω. Το Μνημόνιο 2 έχει διάρκεια έως το 2035 ή έως την αποπληρωμή του 70% των χρεών μας προς την τρόικα. Τον Μάιο τελειώνουν οι επισκέψεις της τρόικας που έχουν στόχο τα μέτρα που πρέπει να εισαχθούν έτσι ώστε να λάβουμε την τελευταία δόση. Από εκεί και πέρα η διεθνής εποπτεία, στο Πλαίσιο του Μνημονίου 2, θα συνεχιστεί σχεδόν στο διηνεκές για να βεβαιώνεται η σταδιακή αποπληρωμή χρεών που η χώρα μας, ο ιδιωτικός της τομέας, εμείς και τα παιδιά μας, επ’ ουδενί δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να αποπληρώσουμε. Άρα, είναι αδύνατον να καταστρώσουμε σχέδια για το μέλλον χωρίς να καταπιαστούμε με τους όρους του Μνημονίου και χωρίς να επιβάλουμε, με σκληρό τζαρτζάρισμα, νέους όρους ώστε να ξεφύγουμε από τη Χρεο-Δουλοπαροικία.
Διάβασα τη δήλωσή σου πως δεν πρέπει να είμαστε ούτε οι επαίτες της Ευρώπης ούτε και Ευρωσκεπτικιστές. Η Ευρώπη είναι το σπίτι μας. Ξέρεις ότι συμφωνώ. Όμως, στη σημερινή συγκυρία το να είσαι «βαμμένος» ευρωπαϊστής (όπως δηλώνουμε, κι οι δύο, ότι είμαστε) απαιτεί έντονη κριτική διάθεση και δυναμική αντιπαράθεση. Ακριβώς όπως πρέπει να εναντιωθούμε στους εγχώριους εκπρόσωπους του Παρασιτισμού (μίκρο και μάκρο) καλούμαστε να αντισταθούμε και στους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής του έκδοσης – στον ανεκδιήγητο κ. Ρεν, στον αδύναμο κ. Σόιμπλε, στον τραγελαφικό κ. Μπαρόζο. Απαιτεί τη δυνατότητα να διακρίνεις πως οι εξουσιάζοντες την Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζουν πολιτικές κόντρα στα συμφέροντα των Ευρωπαίων (άλλωστε η «επίσημη» Ευρώπη έχει μακρά παράδοση να υπονομεύει τα συμφέροντα των λαών της) και μας επιβάλουν «λύσεις» οι οποίες εγγυώνται πως θα είμαστε επαίτες στο διηνεκές (όπως ακριβώς έκαναν με το Μνημόνιο 1 και το Μνημόνιο 2). Σημαίνει πως είσαι έτοιμος (έτσι ώστε να κάνεις στο εσωτερικό της χώρας τη ρήξη που απαιτούν οι καιροί με τον συνδυασμό Μικρο-Παρασιτισμού και Νέου Μακρο-Παρασιτισμού) να αμφισβητήσεις τη δηλητηριώδη συνταγή που σου επιβάλουν ευρωπαίοι ιθύνοντες απαιτώντας από εμάς, για δικούς τους εσωτερικούς λόγους, να στοχεύσουμε στο αδύνατον: Στο να ξεφορτωθούμε μεν τον Μικρο-Παρασιτισμό μας, αλλά να αφήσουμε ανέπαφο τον Μακρο-Παρασιτισμό που οι ίδιοι υποδαυλίζουν.
Ρήξη λοιπόν, Σταύρο μου. Διπλή. Και με τις δύο εκφάνσεις του Παρασιτισμού και των αρωγών του, σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αυτό ζητούν οι καιροί και από αυτή τη ρήξη θα κριθεί ένα κόμμα που δεν έχει ακόμα φθαρεί από την εξουσία.
•ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι τα στηρίγματα του Νέου Μακρο-Παρασιτισμού. Τα βάζουν, δήθεν, με τον Μικρο-Παρασιτισμό, κάτι που είναι σχήμα οξύμωρο καθώς, για να εξυπηρετούν και να κρατούν εν ζωή τα μεγάλα παράσιτα, αναγκάζονται να κάνουν τα στραβά μάτια, και έτσι να ενισχύουν, τα μικρά παράσιτα από τα οποία ελπίζουν να αντλούν ψήφους.
•Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αποφασισμένος να κατατροπώσει τον Μακρο-Παρασιτισμό αλλά έχει δρόμο μπροστά προτού πείσει ότι μπορεί να το κάνει αποτελεσματικά, ενώ δεν έχει δείξει δείγματα γραφής για το τι θα κάνει με τον Μικρο-Παρασιτισμό.
•Το ΠΟΤΑΜΙ; Τον Μακρο-Παρασιτισμό θα τον βάλεις στο στόχαστρό σου; Ή θα κάνεις πως δεν υπάρχει, επικεντρωμένος στον Μικρο-Παρασιτισμό που θα σε νικήσει κατά κράτος αν αφήσεις στο απυρόβλητο το νέο σύστημα εξουσίας που χτίζουν οι τραπεζίτες μας με τα δανεικά του ελληνικού λαού;
Όταν συζητούσαμε, οι δυο μας, για όλα αυτά, και σου μιλούσα για τον ρόλο της «επίσημης» Ευρώπης και τον κυνισμό με τον οποίο οι ζημίες των τραπεζιτών (ελλήνων και βορειο-ευρωπαίων) μεταφέρθηκαν στους ώμους των πολιτών (ελλήνων και βορειο-ευρωπαίων), με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της Κρίσης, μου απαντούσες ότι δεν μπορείς να κρίνεις τα λεγόμενά μου όντας μη ειδικός. Ως δημοσιογράφος είχες αυτό το «δικαίωμα στον αγνωστικισμό». Ως ηγέτης όμως κόμματος το έχασες το δικαίωμα αυτό, όπως καλά γνωρίζεις. Π.χ. τώρα πρέπει να πάρεις θέση για το εάν δέχεσαι ότι πρόεδρος ιδιωτικής τράπεζας θα πρέπει να επωφεληθεί προσωπικά με πολλά εκατομμύρια δημόσιου χρήματος (σε περίπτωση που η μετοχή της τράπεζας φτάσει επίπεδο που επιλέχθηκε επί θητείας του κ. Βενιζέλου στο υπουργείο Οικονομικών) την ώρα που πάμπολλοι συμπολίτες μας πεινούν. Ακόμα, θα πρέπει να έχεις άποψη για το εάν ο τέως υπάλληλος του εν λόγω τραπεζίτη θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί στη θέση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (ιδίως μετά τις αποκαλύψεις για το πράσινο φως που έδωσε για την αγορά της Proton από την ίδια τράπεζα και από άλλον τραπεζίτη που σήμερα είναι στη φυλακή). Και ούτω καθεξής...
Επί προσωπικού
«Παραιτούμαι από τη Βουλή για να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στην πολιτική.»
Αυτό είχε πει το 2001 ο Τόνι Μπεν (που πέθανε πριν από μερικές μέρες) όταν ανακοίνωνε την αποχώρησή του από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Είναι ο λόγος που δίνω όταν με ρωτούν γιατί δεν κατεβαίνω στις εκλογές: «Με ενδιαφέρει πολύ η πολιτική για να σπαταλώ τον χρόνο μου εγκλωβισμένος στα κομματικά όργανα και στα κονκλάβια.». Από την άλλη, κάποιος πρέπει να κατέβει. Επέλεξες να το κάνεις. Μπράβο σου. Τώρα μένει να επιλέξεις τη μεγάλη ρήξη που θα καταστήσει την πορεία σου ιστορικά σημαντική. Σου εύχομαι, ειλικρινά, να πετύχεις. Θα σε παρακολουθώ με ευχές, αγάπη, ελπίδες και φουλ κριτική διάθεση.
Σε φιλώ – και κλείνω με δύο αντικρουόμενα τσιτάτα που ίσως βοηθήσουν στην πλοήγησή σου:
«Οι μάζες δεν διψούν για την αλήθεια. Στρέφουν τα μάτια μακριά από τις ενδείξεις της, προτιμώντας να θεοποιούν το σφάλμα, εφόσον το σφάλμα τους ξελογιάζει. Εκείνος που τους προσφέρει φαντασιώσεις γίνεται εύκολα αφέντης τους. Κι ο άλλος που πασχίζει να διαλύσει τις φαντασιώσεις τους γίνεται πάντοτε εχθρός τους.» Gustave Le Bon, Το Πλήθος: Μελέτη για τον λαϊκό νου
«Ένα να ξέρεις: η έννοια του πολιτικού κόστους είναι μύθος. Ο λαός ποτέ δεν κωφεύει όταν του λες την αλήθεια εφόσον βρεις τον τρόπο να τον απελευθερώνεις από τον φόβο. Κι ο τρόπος να το κάνεις είναι με το να διατηρείς μέσα σου άσβηστο τον θυμό απέναντι στην αδικία και ζωντανή την αισιοδοξία ότι δεν μπορεί για πάντα οι λίγοι να καταδυναστεύουν τους πολλούς.» Tony Benn, σε προσωπική μας συνομιλία το 1984.»