Αδιάφορη φαίνεται πως αφήνει την ελληνική κοινωνία το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, που ισχύει εδώ και περίπου τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα, ως επιλογή για τα ετερόφυλα ζευγάρια.
Οι Έλληνες, τελικά, σύμφωνα με τους αριθμούς, εμφανίζονται πιο παραδοσιακοί. Προτιμούν να προχωρήσουν στη σύναψη γάμου, θρησκευτικού ή πολιτικού, και δεν ακολουθούν την πιο «χαλαρή» μορφή, του συμφώνου.
Μολονότι θεσπίστηκε το 2008, έως σήμερα μόνον 104 ζευγάρια το έχουν επιλέξει σ' ολόκληρη την Ελλάδα, όταν οι θρησκευτικοί γάμοι -από τότε έως σήμερα- άγγιξαν τους 35.000 και οι πολιτικοί τους 25.000, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Τα ζευγάρια, που επέλεξαν το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, σε ποσοστό 50% ζουν στην ΑΘήνα, σε περίπου 10% στη Θεσσαλονίκη και 5% στον Πειραιά.
Ειδικότερα, μόνο στην πρωτεύουσα, περιφέρεια για την οποία υπάρχει πληρέστερη εικόνα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Ληξιαρχείου Αθηνών, τα σύμφωνα συμβίωσης το 2009 ήταν 34, σε αντίθεση με τους 1.369 θρησκευτικούς και τους 604 πολιτικούς γάμους. Το 2010 τα σύμφωνα ανήλθαν σε 46, έναντι των 1.540 θρησκευτικών και 672 πολιτικών γάμων. Κατά το πρώτο εξάμηνο, του τρέχοντος έτους, τα σύμφωνα που κατατέθηκαν ήταν μόλις 17, σε σχέση με τους 535 θρησκευτικούς και 355 πολιτικούς γάμους.
Έτσι, μέσα σε μία τετραετία, στην Αθήνα τα σύμφωνα συμβίωσης δεν ξεπερνούν τα 100 (καλύπτουν «φτωχό» ποσοστό της τάξης του 1,37%), σε αντίθεση με τους γάμους, που πλησιάζουν τους 5.000 οι θρησκευτικοί και ξεπερνούν τους 2.000 οι πολιτικοί.
Υπενθυμίζεται ότι η «ελαφριά», εναλλακτική στον γάμο, έννομη μορφή οργάνωσης της συμβίωσης, είναι μία απλή συμβολαιογραφική πράξη, που καταχωρείται στο ληξιαρχείο. Μπορεί να συναφθεί, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν είναι έγγαμοι, δεν έχουν συγγένεια μεταξύ τους, ούτε σχέση υιοθεσίας. Όροι που όταν παραβιάζονται καθιστούν άκυρο το σύμφωνο, αν κάποιος προβάλλει έννομο συμφέρον οικογενειακής ή περιουσιακής φύσης.
Ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης κατοχυρώνει κατά κύριο λόγο περιουσιακά και κληρονομικά δικαιώματα, που θα αποκτηθούν από τους συνάπτοντες, καθώς είναι ιδιωτικού (αστικού) δικαίου και όχι δημοσίου, χωρίς να έχει ισχύ σε φορολογικά, εργατικά και κοινωνικοασφαλιστικά ζητήματα και ως εκ τούτου είναι υποδεέστερος της ικανότητας παραγωγής έννομων δικαιωμάτων, που ορίζει ο κανονικός γάμος.
Ωστόσο καλύπτει, όπως και στον γάμο, το θέμα της γονικής μέριμνας του παιδιού, που θα γεννηθεί κατά τη διάρκεια του συμφώνου ή 300 μέρες πριν από τη λύση του. Ομοίως ορίζει και τεκμήριο πατρότητας, όπως επίσης ορίζει και το επώνυμο του παιδιού, το οποίο είτε είναι σύνθετο (των δύο γονιών) αν δεν έχει περιληφθεί στο σύμφωνο, είτε είναι συμφωνημένο με κοινή και αμετάκλητη δήλωση των γονέων και περιλαμβάνεται σε αυτό.
Σχετικά με το θέμα του επωνύμου των συμβαλλομένων το σύμφωνο συμβίωσης αφήνει ελεύθερο το δικαίωμα ο καθένας να μπορεί, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος, να χρησιμοποιεί στις κοινωνικές του σχέσεις το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του. Παράλληλα, μπορεί να εμπεριέχει και συμφωνία για υποχρέωση διατροφής, σε περίπτωση λύσης του συμφώνου, όταν το ένα από τα δύο μέρη δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή την περιουσία του.
Η λύση του συμφώνου συμβίωσης είναι αρκετά απλή όσο και η σύναψή του. Γίνεται με συμφωνία των δύο συμβαλλομένων με ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά και με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στον άλλον. Λύεται όμως και αυτοδικαίως σε περίπτωση γάμου είτε των δύο συμβαλλομένων μεταξύ τους, είτε του ενός με τρίτο άτομο.
Το σύμφωνο συμβίωσης θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη απήχηση αν δεν περιοριζόταν στα ετερόφυλα ζευγάρια, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν την λύση της νόμιμης συμβίωσης δια του γάμου. Πράγμα που δεν ισχύει για τα ομόφυλα άτομα που δεν έχουν καμία δυνατότητα νομικής αναγνώρισης της συμβίωσης τους.
Για τον λόγο αυτό, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) είχε ζητήσει, με επιστολή της, τον Οκτώβριο του 2010, από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Χάρη Καστανίδη, την ένταξη και των ομόφυλων ζευγαριών στο σύμφωνο συμβίωσης, προκειμένου να επέλθει «κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος τους και την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους».
Σημειώνεται ότι ο κ. Καστανίδης είχε αναγγείλει, εκείνη την περίοδο, τη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που θα κατέθετε τις προτάσεις σχετικά με το σύμφωνο συμβίωσης ατόμων του ιδίου φύλου, ενώ ο ίδιος και παλαιότερα είχε προσυπογράψει σχετική πρόταση νόμου, που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση στη Βουλή.