Για το ενδεχόμενο η κατάσταση στην Ουκρανία να στραφεί μπούμερανγκ στην ίδια τη Ρωσία, κάνει λόγο δημοσίευμα του Nick Butler στους Financial Times.
Είναι πράγματι η ενέργεια το δυνατό χαρτί της Μόσχας ή η μεγάλη της εξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν είναι παρά μία μπλόφα, δεδομένης της δυνατότητας της Ευρώπης να βρει κι άλλες εναλλακτικές για τις εισαγωγές της, αναρωτιέται το άρθρο, το οποίο δημοσιεύεται ολόκληρο στα ελληνικά από τον ιστότοπο euro2day.gr.
«Εκτός του ότι κατέδειξε το θάρρος των Ουκρανών πολιτών, ένα πράγμα που αποσαφήνισε η πολιτική κρίση στην Ουκρανία τις τελευταίες εβδομάδες είναι η αδυναμία της Ρωσίας. Ο πρόεδρος Vladimir Putin αρέσκεται στο να παρουσιάζει τη χώρα του ως μια παγκόσμια δύναμη που αναγεννιέται, αλλά αυτή παραμένει παγιδευμένη στη δική της εξάρτηση από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. [...] Η Μόσχα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την Ευρώπη, ούτε καν τη νέα κυβέρνηση στο Κίεβο. Οι Ουκρανοί δεν πρέπει να επιτρέψουν να τους προβοκάρει ένας αυτοκράτορας που είναι γυμνός. Η αδυναμία της Ρωσίας είναι η υπερβολική εξάρτησή της από τα έσοδα των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Ρωσία εξάγει 6 εκατ. βαρέλια αργό πετρέλαιο και 1 ακόμη εκατομμύριο βαρέλια πετρελαϊκά προϊόντα στην Ευρώπη κάθε μέρα. Η Ευρώπη αγοράζει επίσης το ένα τρίτο του συνόλου της ρωσικής παραγωγής φυσικού αερίου. Η Μόσχα απλώς δεν αντέχει να χάσει σημαντικό κομμάτι από αυτά τα έσοδα», αναφέρει το δημοσίευμα.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, «τέσσερις αγωγοί φυσικού αερίου διασχίζουν την Ουκρανία. Βραχυπρόθεσμα η Ευρώπη έχει ανάγκη τη ρωσική ενέργεια, αλλά η εξάρτηση είναι απολύτως αμοιβαία. Σε πιο μακροπρόθεσμη βάση η Ευρώπη έχει κι άλλες επιλογές και κάθε ξέσπασμα ρωσικής επιθετικότητας θα πρέπει να ενθαρρύνει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εξετάζουν εναλλακτικά σχέδια ανάγκης. Η Ρωσία δεν έχει αυτήν την επιλογή. [...] η ρωσική οικονομία είναι σήμερα πιο εξαρτημένη από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, απ' όσο ήταν όταν ανέλαβε ο Putin την εξουσία. Το πετρέλαιο καταλαμβάνει το 70% των ρωσικών εξαγωγών και πάνω από 50% του συνόλου των κρατικών εσόδων».