Οι ραγδαίες εξελίξεις στην Ουκρανία και το πολεμικό κλίμα που επικρατεί στην Κριμαία καταδεικνύουν με τρόπο εμφατικό το πόσο πολύπλευρη και πολύπλοκη παραμένει η διπλωματία, αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ.Η Ρωσία, η οποία παραμένει η πιο ισχυρή, οικονομικά και στρατιωτικά, χώρα στην ευρύτερη περιοχή που κάποτε κάλυπταν τα σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης συνεχίζει να ασκεί μεγάλη επιρροή στις περιφερειακές χώρες και έχει ως προτεραιότητά της τη δημιουργία μιας οικονομικής ζώνης που θα είναι εντελώς υπό τον δικό της έλεγχο.
Αλλωστε κεντρικός στόχος εξωτερικής πολιτικής της Μόσχας για τα επόμενα χρόνια είναι η λειτουργία και διεύρυνση της περίφημης« Ευρασιατικής Οικονομικής Ενωσης» η οποία αναμένεται να ιδρυθεί την 1η Ιανουαρίου 2015.
Σε αυτή την άτυπη «ρωσική ΕΕ», της οποίας είναι ένθερμος υποστηρικτής ο Βλαντιμίρ Πούτιν, έχουν ήδη συμφωνήσει να συμμετάσχουν Καζακστάν και Λευκορωσία, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση κινούνταν και οι συμφωνίες τις οποίες είχε υπογράψει ο Ρώσος πρόεδρος με τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς.
Οι ρωσικές πιέσεις, άλλωστε, ήταν και ο βασικός λόγο για τον οποίο ο έκπτωτος πρόεδρος της Ουκρανίας δεν υπέγραψε τις συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας με την ΕΕ, ανάβοντας το φιτίλι για τα όσα τραγικά συνέβησαν τους τελευταίους μήνες.
Οπως αναφέρει στην Deutsche Welle ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στην Ακαδμία του Κιέβου, Αντρέας Ούμλαντ, τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής, ορίζουν τις κινήσεις του Πούτιν για την προσάρτησης της Κριαμίας στη Ρωσία, έπειτα από την αποτυχία με την Ουκρανία.
«Πριν από δύο χρόνια ο ρώσος πρόεδρος είχε την ιδέα μιας λεγόμενης ευρωασιατικής ζώνης, στην οποία η Ουκρανία θα ήταν τμήμα της, πρόκειται για μια ρωσική εκδοχή της ΕΕ», υποστηρίζει ο γερμανός καθηγητής. «Με τα γεγονότα στο Κίεβο έγινε σαφές ότι η χώρα δεν θέλει να συμμετάσχει στα σχέδια του Πούτιν.
Ενδεχόμενη προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία θα ήταν για το Κρεμλίνο κάτι σαν κίνηση εξισορρόπησης για την αποτυχία του εγχειρήματος στα μάτια της ρωσικής κοινής γνώμης». Ο Αντρέας Ούμλαντ απορρίπτει το επιχείρημα περί επαπειλούμενου κινδύνου των ρωσόφωνων κατοίκων της Κριμαίας. Το θεωρεί ως ένα πρόσχημα, μια δικαιολογία για να ξεκινήσει η όλη επιχείρηση.
«Οι ρωσόφωνοι δήθεν κινδυνεύουν, αυτό υποστηρίζει ο Πούτιν, παρά το ότι η Κριμαία διέπεται από ειδικό καθεστώς μέσα στο ουκρανικό κράτος και είναι η μοναδική αυτόνομη δημοκρατία. Οι ρωσόφωνοι μπορούν να ασκούν ανεμπόδιστα τα δικαιώματά τους. Τώρα όμως στήνεται ένα φανταστικό σενάριο ανάληψης της Κριμαίας από εθνικιστικές και μάλιστα από φασιστικές δυνάμεις, από τις οποίες η Ρωσία θα πρέπει να προστατεύσει του ρωσόφωνους», σημειώνει ο Αντρέας Ούμλαντ.
Το ερώτημα είναι πώς αντιδρά ο ίδιος ο λαός σε όλα αυτά. Σε δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία έβρισκε πολλούς υποστηρικτές. Υπάρχει όμως και μια σημαντική μειονότητα, οι Τάταροι, που έχουν επανειλημμένα κάνει σαφές ότι επιθυμούν να παραμείνουν στην Ουκρανία.
Σε κάθε περίπτωση κρίσιμο μέγεθος των εξελίξεων το δημοψήφισμα που θα γίνει στις 30 Μαρτίου. Εάν η Κριμαία κόψει τον ομφάλιο λώρο με την Ουκρανία, τότε θα έχουμε μπροστά μας μια σημαντική τομή στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας μετά τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πόλέμου.
Σημειωτέον ότι η Ρωσία έχει ασκήσει ασφυκτική πίεση και στις κυβερνήσεις των υπολοίπων χωρών με τις οποίες συνορεύει και έχει πολύ στενές οικονομικές σχέσεις. Αλλωστε έχει ήδη υποστεί δύο σημαντικές ήττες στην «γειτονιά» έπειτα από την ένταση στη ζώνη του ευρώ της Εσθονίας (2011) και της Λετονίας, η οποία αποτελεί το πιο πρόσφατο μέλος της Ευρωζώνης, από τον Ιανουάριο του 2014.
Στον αντίποδα και η Ευρωπαϊκή Ενωση 0 Ευρωζώνη, παρά τις φαινομενικά καλές διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία, επιθυμεί συνεχώς να αναπτύξει περισσότερη επιρροή στις περιφερειακές χώρες τόσο με τελωνειακή, νομισματική ένωση όσο και με μια πληθώρα οικονομικών και πολιτικών συμφωνιών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Ανατολική Εταιρική Σχέση», μια συμφωνία σύνδεσης που η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει συνάψει, ήδη από το 2009, με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, τη Μολδαβία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία.
Σκοπός της συμφωνίας αυτής είναι, σύμφωνα με την ανακοίνωση του αρμόδιου επιτρόπου Λυκ φαν ντεν Μπράντε «Η υποστήριξη της σταθερότητας, της ευμάρειας και της αμφίπλευρης ανάπτυξης εμπιστοσύνης, με στόχο τη συμβολή στην εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής κυριαρχίας σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη. Επιπλέον, θα υποστηρίζει τις προσπάθειες για ειρηνική επίλυση τοπικών διαμαχών».
Φωτογραφία Eurokinissi