Πρίκουελ του ριμέικ μιας θρυλικής ταινίας φαντασίας με άπειρα σίκουελ από τη δεκαετία του 60, ή απλά reboot και origin story, ή όπως αλλιώς θες να εφεύρεις την προσπάθεια ενός στούντιο να βγάλει λεφτά σε ιδιοκτησία με πιστοποιημένη ονομασία προέλευσης. Στις αίθουσες από την Πέμπτη 4 Αυγούστου.
Όπως και να το πεις, οι καινούργιοι «πίθηκοι» εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κάτι καλό και προσπαθούν να ορθολογήσουν το παραμύθι, πιάνοντας το από την αρχή, και στερώντας του βασικά στοιχεία της μαγείας του.
Θυμάμαι πόσο εντυπωσιάστηκα όταν είδα πρώτη φορά τη Mary Poppins (1964) με την αλληλεπίδραση των καρτούν και των ανθρώπων. Και πολύ αργότερα, με το Who Framed Roger Rabbit (1988). Μέχρι εκεί, κάπου στη δεκαετία του ‘90 δηλαδή αν θυμάμαι καλά, τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Ήξερες τι είναι animation και τι είναι κανονική λήψη εφ’ όσον στις περιπέτειες και τις ταινίες φαντασίας, οι σκηνές των εφέ προέκυπταν χειροποίητα με μακέτες και δεν ξέρω ‘γω τι άλλες ταρζανιές.
Έως ότου ήρθε το computer animation και έφερε τα πάνω κάτω με τις δυνατότητες του, αντικαθιστώντας πλέον ακόμα και ολόκληρα σκηνικά, ή ηθοποιούς. Αν όμως το σκεφτείς λίγο πιο αντικειμενικά, τελικά το computer animation, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εξελιγμένο ρεαλιστικό κινούμενο σχέδιο. Όπως και να το ονομάσεις. Και για την ακρίβεια ένα ξιπασμένο εξελιγμένο ρεαλιστικό κινούμενο σχέδιο, που νομίζει ότι είναι πιο εξελιγμένο και ρεαλιστικό από ότι όντως είναι. Πράγμα που σημαίνει, ότι όταν τα δύο τρίτα μιας ταινίας σου, στηρίζονται σε αυτό, τότε αυτό που βλέπεις, είναι στην ουσία πιο καρτούν και από τη Mary Poppins, που τα πράγματα μοιραζόντουσαν 50-50. Και επ’ ουδενί τόσο μαγικό, γιατί στη Mary Poppins και τον Roger Rabbit, η μαγεία στηριζόταν στο ότι ήξερες πως το κινούμενο σχέδιο ήταν ψεύτικο, ενώ εδώ η ψευδαίσθηση στηρίζεται στο ότι πρέπει να πιστέψεις ότι είναι αληθινό.
Έλα όμως που δεν είναι. Και του φαίνεται. Γιατί όσο εντυπωσιακό και να είναι το motion capture animation του Andy Serkis στον πρωταγωνιστικό ρόλο του χιμπατζή Καίσαρα, και πολλές άλλες σκηνές, άλλο τόσο πλαστικό προκύπτει όταν η οθόνη κατακλύζεται από ψηφιακούς χιμπαντζήδες. Και σε αυτόν τον Πλανήτη των Πιθήκων, στον οποίο είναι κατ’ ουσίαν πρωταγωνιστές οι πίθηκοι και από τη δική τους οπτική σκοπιά βλέπουμε τα πράγματα, το παραπάνω συμβαίνει συχνά, με τις ανθρώπινες φιγούρες (τόσο του James Franco και πολύ περισσότερο της Frida Pinto, της οποίας ο ρόλος και να απουσίαζε εντελώς από το σενάριο δε θα άλλαζε τίποτα) περιορισμένες σε ρόλο τελευταίου κομπάρσου.
Όσο γοητευτική και αν είναι η ιδέα ενός origin story για μια από τις πλέον cult μυθολογίες επιστημονικής φαντασίας, τόσο αδύναμη προκύπτει στο τελικό αποτέλεσμα, για τη δημιουργία και τη διατήρηση της ατμόσφαιρας του μύθου σε μια μεγάλου μήκους ταινία. Βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Pierre Boulle, η θρυλική πρώτη ταινία του 1968, αντιστρέφει τη θεωρία της εξέλιξης, προσγειώνοντας τον Charlton Heston σε ένα πλανήτη στον οποίο ο άνθρωπος έχει το ρόλο του πιθήκου, και ο ομιλών νοήμων πίθηκος που έχει το πάνω χέρι, τον χρησιμοποιεί, τον φυλακίζει και τον εξευτελίζει σαν να πρόκειται για ζώο. Μέχρι το συγκλονιστικό φινάλε στο οποίο ο Heston ανακαλύπτει πως ο πλανήτης στον οποίο προσγειώθηκε δεν είναι άλλος από την ίδια τη Γη, πολλά χρόνια στο μέλλον, που έχει καταστραφεί και έχει κάνει restart με αντιστροφή των ρόλων ανθρώπου και χιμπαντζή.
Μια ταινία που γέννησε τέσσερις συνέχειες, μια τηλεοπτική σειρά και ένα καρτούν, πριν ξαναγυριστεί το 2001 από τον Tim Burton σε μία από τις λιγότερο ευτυχείς φάσεις της καριέρας του. Αυτή τη μυθολογία είναι που ξαναπιάνει η Εξέγερση αλλά αυτή τη φορά από την αρχή, στο σήμερα, φιλοδοξώντας να ξεκινήσει μια καινούργια σειρά ταινιών και να εξηγήσει πως οι πίθηκοι γίνανε νοήμονες, απέκτησαν μιλιά και ξεκίνησε το κακό. Διαπράττοντας εξ αρχής, ένα βασικό λάθος απέναντι στους οπαδούς της αρχικής μυθολογίας. Το ότι αν αγαπάς ένα παραμύθι, μερικές φορές δε γουστάρεις με την καμία να βρεις την αρχή του, και να σου αναλυθεί το πώς και το γιατί η κακιά μάγισσα του Χάνσελ και της Γκρέτελ έγινε κακιά και ήθελε να τρώει τα παιδάκια. Γιατί αυτή η αρχή πολύ απλά μπορεί να αποδειχτεί ότι δεν έχει τη μαγεία της συνέχειας και να σε ξενερώσει.
Όπως συμβαίνει εδώ. Όπου μαθαίνουμε ότι όλα άρχισαν σε ένα εργαστήριο φαρμακευτικών πειραμάτων, στο οποίο ο James Franco δοκιμάζει σε πειραματόζωα χιμπατζήδες, έναν ορό που αναπλάθει τα εγκεφαλικά κύτταρα και μπορεί να προκύψει σωτήριος για τους ασθενείς με Αλτζχάιμερ, όπως είναι ο ίδιος του ο πατέρας. Τα πράγματα όμως πάνε κατά διαόλου, όταν η χιμπατζίνα που έχει αναπτύξει νοημοσύνη, τρελαίνεται λίγο πριν την επίσημη παρουσίαση του ορού, προκαλώντας μακελιό, και ο διευθυντής του προγράμματος διατάζει τον τερματισμό των ερευνών και τη θανάτωση όλων των πειραματόζωων. Ο Franko όμως καταφέρνει να σώσει ένα από αυτά, το μωρό της χιμπατζίνας, που μεσα του έχει περάσει γεννητικά η εγκεφαλική μετάλλαξη της μαμάς του και είναι πανέξυπνο.
Για το επόμενο μισάωρο της ταινίας, βλέπουμε τον Καίσαρα (όπως λέγεται το βρέφος), να μεγαλώνει στο σπίτι του Franco, με ανθρώπινη συμπεριφορά και υπερκινητικά πηδήματα σαν αυτά του Spiderman και να κάνει σκανδαλιές σε ένα κομμάτι που θα μπορούσε να έχει βγει από παιδικό της Disney, ενώ ταυτόχρονα συννενοείται με τους ανθρώπους μέσω της νοηματικής και καθώς μεγαλώνει, όπως κάθε έφηβος, αρχίζει τα υπαρξιακά του, που εν προκειμένω τοποθετούνται στη βάση του «τελικά τι είμαι, άνθρωπος ή κατοικίδιο με λουρί;».
Κομμάτι στο οποίο θες η ερμηνεία του Serkis, θες η δική μου ευαισθησία, πραγματικά λειτουργεί και σε σφίγγει ειδικά αν έχεις βρεθεί ποτέ σου σε ζωολογικό κήπο και έχεις παρατηρήσει την ανθρωπομορφική κατάθλιψη των φυλακισμένων χιμπαντζήδων. Το ένα φέρνει το άλλο, και όταν μετά από μια παρεξήγηση ο Καίσαρας επιτεθεί σε έναν γείτονα, θα κλειστεί σε ένα ζωολογικό κήπο – φυλακή, μαζί με μια ντουζίνα άλλα πιθηκοειδή που ζουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στα κλουβιά τους και υποφέρουν τη βάρβαρη συμπεριφορά των φυλάκων τους. Κι εκεί αρχίζουν τα πράγματα και κινηματογραφικά μπάζουν νερά.
Ενώ από τη μία, υπάρχει ατόφιο συναίσθημα και έξοχος κλειστοφοβικός χειρισμός, αισθάνεσαι ότι όλο αυτό είναι απλώς ένα τραβηγμένο, από τα μαλλιά ενίοτε, ειδικά ως προς τις εύκολες λύσεις του, μεσαίο μέρος προκειμένου να οδηγηθούμε στην εντυπωσιακή σκηνή της εξέγερσης στο φινάλε που όλοι περιμένουν. Με τα «κινούμενα σχέδια» να κυριαρχούν πλέον σε όλα τα πλάνα, εντυπωσιακά ως προς την εκφραστικότητα των βασικών ηρώων αλλά και ενοχλητικά ταυτόχρονα ως προς το σύνολο, τις εξηγήσεις να προκύπτουν από το πουθενά, και την καταστροφή του φινάλε να σε αποζημιώνει θεαματικά όπως ούτως ή άλλως περιμένεις από μια ακριβή χολιγουντιανή παραγωγή.
Αλλά χωρίς ίχνος από τη μαγεία ενός μύθου, που επιβίωσε όχι μόνο από τα χάρτινα σκηνικά και το αστείο πιθηκίσιο μέικ απ του 1968, αλλά ακόμα και από αυτήν, την πιο γοριλίσια σε άνθρωπο δε γίνεται, ερμηνεία του Heston.
*στείλε την μπανάνα σου στον υπογράφοντα στο terra_gelida@hotmail.com