Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε το περασμένο Σάββατο (8/2/14) ο Γενικός Διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Μελετών, Δρ John Chipman, με αφορμή την έκδοση του Στρατιωτικού Ισοζυγίου 2014 (Τhe Military Balance 2014), όπου σκιαγραφείται το παγκόσμιο στρατηγικό τοπίο, καθώς και το πώς αυτό επιδρά στις στρατιωτικές ικανότητες και στους εξοπλισμούς των χωρών.
Κατά τη συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε από τον ελληνικό ιστότοπο defencenews.gr απ' όπου και αναδημοσιεύεται, ο κ. Chipman αναφέρθηκε στις εξελίξεις σε Ασία, Μέση Ανατολή και στις χώρες της Δύσης (Ευρώπη και ΗΠΑ):
Όσον αφορά την Ασία, «κατά τη διάρκεια του 2013 , οι εντάσεις είχαν τη συνήθη τους μορφή, δηλαδή εδαφικές διαφορές και θαλάσσια περιστατικά. Οι συγκρούσεις αυτές έχουν οξυνθεί καθώς τα εθνικιστικά αισθήματα έχουν αυξηθεί. Η τελευταία Λευκή Βίβλος του Πεκίνου για την άμυνα, τονίζει την ανάγκη για ναυτικές ικανότητες για βαθιά νερά και αντανακλά τις προσπάθειες της Κίνας να καταστεί μεγάλη ναυτική δύναμη. Προς τα τέλη του 2013, το κινεζικό αεροπλανοφόρο Liaoning είχε ξεκινήσει την τρίτη στη σειρά δοκιμών στη θάλασσα. Ενώ θα χρειαστούν μερικά χρόνια μέχρι που η Κίνα θα μπορεί να αναπτύξει μια πλήρως λειτουργική ομάδα μάχης από αεροπλανοφόρα, ωστόσο η ανάπτυξη του Liaoning και των συνοδών του στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας προκάλεσε προφανώς μεγάλο ενδιαφέρον από τις ΗΠΑ.
Σημαντικά αεροπορικά προγράμματα είναι επίσης υπό εξέλιξη [στη Ασία]. Η Ιαπωνία έχει παραγγείλει το F - 35 Joint Strike Fighter , και φαίνεται πιθανό η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα να κάνουν τελικά το ίδιο. Η Ινδία συνεργάζεται με τη Ρωσία για το προηγμένο πρόγραμμα μαχητικών αεροσκαφών T - 50, ενώ η Κίνα συνεχίζει να ενισχύει τις αεροπορικές της δυνάμεις με την ανάπτυξη νέων μαχητικών αεροσκαφών, όπως το J - 20 και J – 31 και αεροσκάφη στρατηγικών μεταφορών, όπως η Υ- 20 .Ασιατικές χώρες αναπτύσσουν και προμηθεύονται προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό που προηγουμένως μονοπωλείτο από τη Δύση και τη Ρωσία.
Η πρόσφατη επιβεβαίωση της δοκιμής υπερηχητικού οχήματος από το Πεκίνο, τοποθετεί την Κίνα με τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τις μόνες χώρες που συνεχίζουν να δοκιμάζουν ενεργώς τέτοιες στρατιωτικές τεχνολογίες . Το Πεκίνο φαίνεται να εργάζεται πάνω σε ένα πρόγραμμα τεχνολογικών δοκιμών και η πιθανότητα μεγαλώνει ότι η Κίνα θα μπορούσε κάποια στιγμή να εμφανίσει νέες και καινοτόμες τεχνολογίες της άμυνας .Η αυξανόμενη σημασία της ασφάλειας και των στρατιωτικών μέσων που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό στον κυβερνοχώρο φάνηκαν και από τις αναφερόμενες δραστηριότητες της Κίνας σε αυτόν τον τομέα. Άλλα κράτη στην Ασία και αλλού, επίσης, αύξησαν τις επενδύσεις τους, τόσο σε αμυντικές όσο και σε επιθετικές ικανότητες στον κυβερνοπόλεμο».
Όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, «ενώ η Συρία και το Ιράν συνεχίζουν να κυριαρχούν στους περιφερειακούς υπολογισμούς ασφάλειας, η αστάθεια εξακολουθεί να υφίσταται και σε άλλες περιοχές. Ομάδες ενόπλων στη Λιβύη εξακολουθούν να ασκούν σημαντική επιρροή, και το Ιράκ συγκεντρώνει για ακόμα μια φορά την προσοχή. Η αντιπαράθεση στην επαρχία Ανμπάρ του Ιράκ υπογραμμίζει τη συνεχιζόμενη θρησκευτική ένταση και την αύξηση της βίας σε ολόκληρη τη χώρα. Εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμού λαμβάνουν χώρα στο Ιράκ σε μια κλίμακα που θυμίζει την έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 2004-05.
Το συριακό καθεστώς έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ένα μεγάλο μέρος του εδάφους που έχασε πράγματι δεν μπορεί να επανακτηθεί, προσπάθησε να προσαρμόσει τη στρατιωτική στρατηγική του με βάση τη συρρίκνωση των πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει. Οι ένοπλες δυνάμεις άρχισαν να μετατρέπονται οργανωτικά και δογματικά, για την καταπολέμηση μιας πιθανής εξέγερσης σε ένα μεγάλο αστικό περιβάλλον. Παρόλα αυτά, το καθεστώς δεν έχει σημειώσει καμία σημαντική νίκη στους τελευταίους εννέα μήνες. Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση δεν είναι σε θέση να χτυπήσει ένα αποφασιστικό χτύπημα.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, και η υποστήριξη της Τεχεράνης στο καθεστώς Άσαντ, θα συνεχίσουν να προκαλούν περιφερειακή και διεθνή ανησυχία. Οι βαθιές διαφορές μεταξύ του Ιράν και της Δύσης, και οι συμπεριφορές των σκληροπυρηνικών και στις δύο πλευρές, θα μπορούσε να σημαίνει ότι το καλύτερο που μπορούν οι διπλωμάτες να πετύχουν αργότερα φέτος είναι η παράταση της ενδιάμεσης συμφωνίας. Για τα κράτη του Κόλπου, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν είναι η μόνη ανησυχία . Το πυραυλικό οπλοστάσιο της Τεχεράνης – που επιμελώς αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες - προσθέτει ανησυχίες για την ασφάλεια τους. Ως εκ τούτου, η πυραυλική άμυνα παραμένει βασική προτεραιότητα για τα κράτη του Κόλπου. Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν αγοράσει, ή θα αγοράζουν δυτικά συστήματα άμυνας αέρα-αέρα. Αυτά και άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής έχουν ξοδέψει σημαντικά ποσά για την άμυνα».
Τέλος, όσον αφορά τις προκλήσεις που το παγκόσμιο γεωστρατηγικό τοπίο θέτει στις άμυνες των δυτικών χωρών, ανέφερε ότι «οι αμυντικές δαπάνες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συρρικνώνονται σε μια εποχή που οι ΗΠΑ εναποθέτει σε αυτά μεγαλύτερο μερίδιο βάρους για την ασφάλεια σε ευάλωτες γειτονιές της Ευρώπης προς τα νότια και τα ανατολικά . Το σύνολο των αμυντικών δαπανών στις ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζει να μειώνεται σε πραγματικούς όρους - κατά μέσο όρο 2,5 % ετησίως από το 2010. Ως εκ τούτου, η εξεύρεση πόρων για τη στήριξη των υφιστάμενων και μελλοντικών στρατιωτικών δυνατοτήτων θα γίνει πιο δύσκολη.
Άλλοι τομείς της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης βρίσκονται [επίσης] υπό πίεση από την πτώση των εγχώριων παραγγελιών και τον αυξημένο ανταγωνισμό από ξένες εταιρείες.Για το ΝΑΤΟ, το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν σηματοδοτεί το τέλος μιας έντονης περιόδου επιχειρησιακής δραστηριότητας. Οι ηγέτες που θα συναντηθούν εντός του 2014 στη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στη Βρετανία θα αντιμετωπίσουν μια σειρά από επείγοντα ζητήματα, ιδίως το σχήμα μιας «μετα-επιχειρησιακής συμμαχίας». Παρόλο που τώρα οι σύμμαχοι είναι πλέον σε θέση να αναπτύξουν δυνάμεις και να πολεμήσουν πιο αποτελεσματικά από κοινού, κυρίως ως αποτέλεσμα των ενεργειών του Αφγανιστάν, εντούτοις η διατήρηση αυτού του επιπέδου διαλειτουργικότητας θα αποτελέσει πρόκληση ενόψει της μείωσης των δαπανών και το χαμηλότερο ρυθμό λειτουργίας που αναμένεται να ακολουθήσουν το 2014».