Προτάσεις για το ζήτημα του χρέους και της ύφεσης στην Ελλάδα, παρουσιάζει ο γνωστός οικονομολόγος Κώστας Λαπαβίτσας, ο οποίος έχει αναλάβει και την εποπτεία του προγράμματος του κυπριακού ΑΚΕΛ.
Γράφει ο Κώστας Λαπαβίτσας στο προσωπικό του ιστολόγιο:
«Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως αλλαγή πολιτικής και ριζοσπαστικές τομές σε όλα τα επίπεδα, μόνο που το θέμα τίθεται σήμερα με πολύ διαφορετικό τρόπο από ότι το 2010. Τότε το ζήτημα ήταν να κάνει η χώρα γρήγορα παύση πληρωμών και να βγει από την ΟΝΕ ώστε να αποφευχθεί η τραγωδία. Δυστυχώς στάθηκε αδύνατο καθώς ολόκληρο το πολιτικό σύστημα αποδείχθηκε ανεπαρκέστατο.
Η Ελλάδα γνώρισε καταστροφή που δεν επιδέχεται σύγκριση με άλλες χώρες οι οποίες αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα, αλλά δεν ήταν δεμένες σε νομισματικό ζουρλομανδύα. Το ζήτημα τώρα όμως είναι διαφορετικό. Η καταστροφή έχει πια συντελεστεί και το πρόβλημα της χώρας είναι να μπορέσει να ξεφύγει από τη μοίρα της στασιμότητας, φτώχειας και ασημαντότητας που της επιφυλάσσουν οι 'εταίροι' της στην ΕΕ. Τρεις παράγοντες έχουν καθοριστική σημασία στο θέμα αυτό.
- Πρώτον, θα πρέπει να υπάρξει απαλλαγή από το χρέος το οποίο είναι καταφανώς μη βιώσιμο. Σήμερα είναι περίπου 320 δις, στο μεγάλο όγκο του σε χέρια δημόσιων φορέων και όχι ιδιωτών, με μέση ωριμότητα περίπου 16 χρόνια και μέσο επιτόκιο γύρω στο 2,5%. Η Ελλάδα δε μπορεί να αντιμετωπίσει τα τοκοχρεολύσια γιατί αυτό σημαίνει μόνιμη πολιτική λιτότητας και επιδίωξη τεράστιων πρωτογενών πλεονασμάτων. Αλλά ούτε επαρκεί και μια επιφανειακή αναδιάρθρωση που ίσως το επιμηκύνει κι άλλο, η μειώσει περισσότερο τα επιτόκια. Καμία χώρα με τέτοιο τεράστιο όγκο χρέους – του οποίου οι ξένοι δημόσιοι κάτοχοι έχουν προτεραιότητα στην αποπληρωμή – δε μπορεί να δανειστεί ελεύθερα στις ανοιχτές αγορές. Η Ελλάδα χρειάζεται βαθύτατη διαγραφή του χρέους της σε ποσά που θα κυμαίνονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια. Παρά τα όσα έχουν συμβεί, συνεχίζει να έχει όπλα για να το απαιτήσει, περιλαμβανομένης της έννοιας του 'απεχθούς' χρέους για τα μνημονιακά δάνεια που δόθηκαν με εμφανή πολιτικό καταναγκασμό. Καμία ριζοσπαστική πολιτική δεν είναι εφικτή στη χώρα, χωρίς αυτό το πρώτο βήμα.
- Δεύτερον, θα πρέπει να υπάρξει άρση της λιτότητας και νέα πολιτική ανάπτυξης. Αν δεν υπάρξει αλλαγή στο μίγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και αλλαγή αναπτυξιακής πολιτικής μακριά από τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση των αγορών και τη συντριβή των μισθών, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη. Η κατανάλωση θα παραμείνει χαμηλή, οι επενδύσεις προβληματικές και οι εξαγωγές αδύναμες για χρόνια. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα κυμανθούν, στην καλύτερη περίπτωση στο 2-3% και η ανεργία θα παραμείνει εξαιρετικά υψηλή. Η χώρα θα χάσει μεγάλο μέρος των νέων της και του εκπαιδευμένου προσωπικού της. Ριζοσπαστική πολιτική στα θέματα αυτά σημαίνει να μη δεσμεύεται η χώρα ότι θα επιδιώξει πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά ούτε καν ισοζυγισμένους προϋπολογισμούς. Σημαίνει επίσης εισοδηματική πολιτική που θα επιφέρει άνοδο των μισθών και των συντάξεων. Σημαίνει τέλος δημόσιες επενδύσεις και αλλαγή στη σχέση κράτους και ιδιωτικού τομέα. Δε νοείται ριζοσπαστική πολιτική στην Ελλάδα σήμερα χωρίς να έχει η κυβέρνηση δημοσιονομική και νομισματική ελευθερία.
- Τρίτον, θα πρέπει να εθνικοποιηθούν χωρίς περιστροφές οι τράπεζες. Η διαχείριση της κρίσης της τετραετία που πέρασε έθεσε τις τράπεζες υπεράνω όλων. Ο ελληνικός λαός δανείστηκε τεράστια ποσά για τη διάσωση των τραπεζών, η κερδοφορία τους έχει ανακάμψει, η μονοπωλιακή τους δομή έγινε εντονότερη με αδιαφανείς και πιθανότατα παράνομους τρόπους, αλλά η παροχή πιστώσεων παραμένει εξαιρετικά προβληματική και πανάκριβη. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην προϊούσα αποδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος ολόκληρης της ΟΝΕ που έχει φέρει μεγάλες αποκλίσεις στα επιτόκια. Εν μέρει όμως οφείλεται και στα προβληματικά δάνεια που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η λύση είναι να υπάρξει δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχος, να ανοίξουν τα βιβλία, να αποδοθούν ευθύνες και να μπουν οι τράπεζες σε νέα πορεία σε κοινωνική βάση. Καμία ριζοσπαστική πολιτική, με πραγματική παραγωγική αναδιάρθρωση, δεν είναι εφικτή σε άλλη βάση.
Αρκεί η απαρίθμηση και μόνο των βασικών χαρακτηριστικών μιας ριζοσπαστικής πολιτικής για να φανεί ότι, μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ, μια τέτοια κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ούτε το χρέος μπορεί να διαγραφεί ουσιαστικά, ούτε έλεγχος στη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική μπορεί να υπάρξει, ούτε αλλαγή στην πολιτική ανάπτυξης με τόνωση των δημοσίων επενδύσεων και του εισοδήματος. Μια ριζοσπαστική κυβέρνηση, αν δε θέλει να παραδοθεί άνευ όρων και να βρεθεί εκτεθειμένη στη λαϊκή οργή, θα πρέπει να είναι έτοιμη για ρήξη με την ΕΕ, πράγμα που σημαίνει σε πρώτη φάση έξοδο από την ΟΝΕ. Αν όμως δεν υπάρχει σχέδιο και προετοιμασία των λαϊκών στρωμάτων για μια τέτοια εξέλιξη, η προοπτική του χάους και της εμφάνισης αυταρχικών λύσεων δεν είναι καθόλου αμελητέα. Η μελέτη και η προετοιμασία της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα είναι απολύτως απαραίτητα βήματα για μια ριζοσπαστική έξοδο από την κρίση, υπέρ των λαϊκών και στρωμάτων».