Για το μέλλον της υφεσιακής πολιτικής στην ευρωζώνη γράφει ο Economist, ο οποίος παραθέτει τις επιπτώσεις που έχει στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών και κυρίως αυτών της περιφέρειας που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα.
Σε άρθρο του στον Economist, ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του LSE Paul De Grauwe, παραθέτει αναλυτικά τα ρίσκα της ύφεσης:
Οι κίνδυνοι που γεννά η ύφεση είναι γνωστοί. Πρώτον, δημιουργεί προσδοκίες ότι οι τιμές θα είναι χαμηλότερες το επόμενο έτος, κάτι που δίνει στους καταναλωτές κίνητρα για να αναβάλουν τις αγορές. Ως αποτέλεσμα, η συνολική ζήτηση μειώνεται βάζοντας περαιτέρω καθοδική πίεση στις τιμές.
Δεύτερον, δεδομένου ότι τα ιδιωτικά και τα δημόσια χρέη καθορίζονται ονομαστικά, η μείωση των τιμών μπορεί να αυξήσει το πραγματικό βάρος του χρέους. Με άλλα λόγια, καθώς οι τιμές μειώνονται τα κρατικά και ιδιωτικά έσοδα παρακμάζουν, ενώ η εξυπηρέτηση του χρέους παραμένει αμετάβλητη. Αυτό αναγκάζει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα να δώσουν ένα αυξανόμενο ποσοστό των εσόδων τους για την εξυπηρέτηση του χρέους, αναγκάζοντάς τους να μειώσουν τις δαπάνες τους για αγαθά και υπηρεσίες. Αυτό με τη σειρά του αυξάνει την ένταση της διαδικασίας της ύφεσης. Αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική αρνητική επίδραση της».
Στη συνέχεια, ο οικονομολόγος του LSE επισημαίνει πως η πρώτη επίδραση δεν υπάρχει ακόμη στην ευρωζώνη, καθώς οι τιμές ακόμη αυξάνονται. Ωστόσο, η δεύτερη αρνητική επίδραση, εντοπίζεται στην Ευρωζώνη.
«Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν εξαρτάται καθοριστικά από το εάν ο πληθωρισμός θα είναι αρνητικός. Ξεκινά να υφίσταται, όταν ο πληθωρισμός είναι χαμηλότερος από το ποσοστό του πληθωρισμού που αναμένεται όταν έγιναν οι συμβάσεις του χρέους. Ετσι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό στη ευρωζώνη ήταν πολύ κοντά στο 2%, το οποίο ήταν και το μέσο ποσοστό πληθωρισμού κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου».
«Ετσι, η ευρωζώνη στο σύνολό της έχει ήδη υποφέρει από τη δυναμική του χρέους». Δεν είναι ακόμα καταστροφικά έντονη, αλλά σίγουρα θα πρέπει να σταματήσει πριν η κατάσταση χειροτερέψει, ειδικά όταν ο πληθωρισμός γίνει αρνητικός», τονίζει ο Economist, ο οποίος επισημαίνει ότι η κατάσταση αυτή είναι χειρότερη στις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, το δημοσίευμα τονίζει πως «ο πληθωρισμός είναι αρνητικός, δημιουργώντας μια πλήρη δυναμική μεταξύ χρέους και ύφεσης».
Κλείνοντας, ο οικονομολόγος του LSE επισημαίνει πως ο μόνος φορέας που μπορεί να σώσει την μετατροπή του αποπληθωρισμού σε ύφεση, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. «Αλλά αυτός ο φορέας κάθεται στο παρασκήνιο και δεν κάνει τίποτα. Εχει παραλύσει από τις εσωτερικές διαμάχες, οι οποίες τον αποτρέπουν από την αύξηση της ρευστότητας στο σύστημα, τον μόνο σίγουρο τρόπο να αποτραπεί η ύφεση».