Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος ρισκάρει το ενδεχόμενο του να είναι τελείως άκυρος λόγω λειψής καλλιέργειας και ευαισθησίας, αλλά δεν μπορεί να κρύψει την προσωπική του πλήξη.
INSIDE LLEWYN DAVIS
Βαθμολογία: 5 / 10
Από τις Κάννες που παίχτηκε για πρώτη φορά η τελευταία ταινία των αφών Κοέν, μέχρι την τωρινή, προοσκαρική της επίσημη κυκλοφορία, το σύνολο των κριτικών, ελλήνων και ξένων (92% θετική βαθμολογία στο metascore) μιλάνε για αριστούργημα. Σας το αναφέρω για να πάρετε τα μέτρα σας και να μην έχω το κρίμα στο λαιμό μου. Ναι, οκ, σόρι, αλλά εμένα δεν μου έκατσε. Αυτό που είδα από την πρώτη στιγμή και αποκρυσταλλώθηκε μέσα μου με το χρόνο, είναι μια ευαίσθητη (τουλάχιστον στις προθέσεις), στιλάτη, σατιρική και δεξιοτεχνική άσκηση ύφους, τόσο εσωστρεφής όμως και αδιέξοδη, που δεν με άγγιξε. Επί μέρους ναι, αλλά όχι σαν σύνολο. Σαν ένα ροκ κολάζ (μάλλον φολκ) παραδοξολογίας, περιστατικών, χαρακτήρων και ατμόσφαιρας μιας μυθικής εποχής (που κι αυτό ίσως παίζει το ρόλο του, δεν έχω εντρυφήσει στο μύθο της συγκεκριμένης εποχής αλλά και οι Κοέν σαν σνομπ εστέτ δεν καταβάλλουν κανένα κόπο να με βάλουν μέσα).
Βρισκόμαστε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης το 1961, με την συγκεκριμένη μουσική σκηνή να περιμένει τον Μπομπ Ντίλαν της για να απογειωθεί. Και παρακολουθούμε τις προσπάθειες επιβίωσης σε αυτή τη σκηνή, ενός ταλαντούχου αλλά και κομματάκι looser τραγουδοποιού, του Λιούιν Ντέιβις που τον υποδύεται με ευαίσθητη ισορροπία χαρμολύπης και δονκιχωτισμού, ο Όσκαρ Άιζακ. Τυπάκος απένταρος και χαμένος στο προσωπικό του διάστημα (και τον πάντα ευπρόσδεκτο, γήινο σουρεαλισμό των Κοέν), ο οποίος περιπλανιέται από σπίτι σε σπίτι για να βρει έναν καναπέ να κοιμηθεί, μαγαζί για να παίξει, κι έχει μόλις βγάλει έναν δίσκο που πήγε άπατος. Σε αυτή του την περιπλάνηση θα διασταυρωθεί με διάφορους, λιγότερο ή περισσότερο «πυροβολημένους» χαρακτήρες, βγαλμένους από τα αρχεία της Κοενικής παράδοσης. Την πρώην κοπέλα του (Κάρει Μάλιγκαν που προσωπικά με εκνευρίζει) την οποία έχει αφήσει έγκυο, μεσήλικα ζευγάρια φιλότεχνων, παρανοημένους μουσικούς (ο Τζον Γκούντμαν στον πιο απολαυστικό ρόλο της ταινίας), περιφερειακούς της ανερχόμενης σκηνής (ο Τζάστιν Τιμπερλέικ σε alternative κέφια) κι έναν πορτοκαλί γάτο (που κλέβει την παράσταση). Όλα αυτά, με φόντο μια ατμοσφαιρικά φωτογραφημένη από τον Μπρούνο Ντελμπονέλ («Αμελί») διαδρομή από τη Nέα Υόρκη ως το Σικάγο και πάλι πίσω. Αλλά πέραν τούτου ουδέν εκτός από τη στιγμιαία απόλαυση μιας «παρέας» χαρακτήρων που σου λένε σοφιστικέ ανέκδοτα παραδοξολογίας, να 'χεις να διηγείσαι στους φίλους σου, μαζί με ένα ουίσκι.
Όποιες και να είναι οι προθέσεις των Κοέν που δεν έχω καμία όρεξη να παίξω την Πυθία για να τις ανακαλύψω, μένουν δικές τους και δεν γίνονται ποτέ κτήμα του θεατή. Ουσιαστικά ιστορία δεν υπάρχει. Μόνο κάτι σαν σχόλιο πάνω σε μια ανολοκλήρωτη ιστορία που μπορεί να συνέβη μπορεί να είναι και αποκύημα φαντασίας. Σαν βιογραφία ενός ανθρώπου που μπορεί να υπήρξε, συνετέλεσε στα θεμέλια μιας ολόκληρης σκηνής αλλά ο ίδιος δεν κατάφερε τίποτα. Και γιατί αυτό πρέπει να με ενδιαφέρει;
Υποτίθεται πως οι Κοέν εμπνέονται την περίπτωση του Λιούιν Ντέιβις από αυτήν του Ντέιβιντ Βαν Ρονκ, μιας πρωτοποριακής-εμβληματικής μορφής της ροκ-φολκ σκηνής της εποχής που όμως έμεινε στην αφάνεια. Εμπνέονται όχι σαν στόρι για την ταινία τους, αυτό είναι καθαρά μυθοπλαστικό, αλλά σαν περίπτωση. Ναι, συγγνώμη κι όλας όμως, αν είναι να διαβάσω δελτία τύπου με όλες αυτές τις αναφορές για να στο παίξω έξυπνος (πράγμα που και έκανα) χωρίς από μόνος μου να χαμπαριάζω τίποτα, αυτό σημαίνει πως η ταινία που βλέπω είναι αυτή που με απορρίπτει σαν θεατή κι όχι εγώ την ταινία. Γιατί δύο παρά κάτι ώρες μετά, το μόνο που μου έμεινε είναι ένα ευφυές, και στημένο με στιλ και χάρη, προχώ ντράμεντι παιχνίδι αναφορών, διαστολής- συστολής της πραγματικότητας, και περιπλανώμενων, κομψών και χαριτωμένων μεν, αλλά αδιάφορων στο φινίρισμα τους, φιλοσοφικών «μπαρίστικων» περιπλανήσεων πάνω στην αυτογνωσία, την δημιουργικότητα, την Αμερική, την κυκλικότητα της ζωής και διαφόρων άλλων πραγμάτων.
Με τι μου έμοιασε όλο αυτό; Με ανακύκλωση του οπλοστασίου μανιέρας δύο ταλαντούχων δημιουργών, που απλά εφηύραν ένα νέο κομψό κι ευαίσθητο παιχνιδάκι με όμορφη μουσική υπόκρουση, για την συντήρηση των εμμονών τους και έξτρα bonus την εξαργύρωση μιας ατμόσφαιρας εποχής (κάτι που το έχουν κάνει πολύ πιο επιτυχημένα στο παρελθόν τους). Κάτι δηλαδή σαν κινηματογραφικό κρυπτόλεξο, που δεν είμαι σίγουρος για το αν όταν το κατασκεύαζαν είχαν και οι ίδιοι την απάντηση. 3 υποψηφιότητες για τις Χρυσές Σφαίρες (ανάμεσα στις οποίες Καλύτερης Ταινίας στην κατηγορία Κωμωδία / Μιούζικαλ) και Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες.
*Στις αίθουσες από την Πέμπτη 9 Ιανουαρίου
***ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο www.twitter.com/klarinabourana . Kάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του fb www.facebook.com/SigaikaProductions για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης