Στην κριτική από Τύπο, βουλευτές και φορείς σχετικά με την αποδοτικότητα της εξίσωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης όσον αφορά τα έσοδα, απαντά το υπουργείο Οικονομικών. Στη σχετική ανακοίνωσή του εκτιμά μάλιστα ότι σε σχέση με τον προϋπολογισμό που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή, δεν θα υπάρχει καμία απόκλιση στο στόχο για τα καθαρά έσοδα από φόρους σε ενεργειακά προϊόντα το 2013.
Όπως αναφέρει το ΥΠΟΙΚ, τα καθαρά έσοδα (λαμβάνοντας υπόψη και το επίδομα θέρμανσης που δόθηκε και ανήλθε στα 120 εκατ. ευρώ από τα 280 εκατ. ευρώ που είχαν προϋπολογιστεί) σε ενεργειακά προϊόντα το 2013, είναι 6.481.000 ευρώ.
Σε σχέση με τον περυσινό προϋπολογισμό παρουσιάζεται απόκλιση σε σχέση με το στόχο κατά 353 εκατομμύρια ευρώ -περίπου 5%- η οποία, σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους: στην υψηλή αποθεματοποίηση το 2012 ενόψει της αύξησης της τιμής και ανήλθε σε περίπου 238 εκατ. λίτρα, καθώς επίσης σε μια σειρά από άλλους παράγοντες που, όπως επισημαίνεται, δεν έχουν να κάνουν ούτε με την τιμή του προϊόντος, ούτε με την ύφεση.
Σύμφωνα πάντα με το υπουργείο, οι παράγοντες αυτοί είναι οι ηπιότερες καιρικές συνθήκες και η καταπολέμηση του λαθρεμπορίου στο κύκλωμα πετρελαίου θέρμανσης και πετρελαίου κίνησης.
Για να τεκμηριώσει την θέση του αυτή το ΥΠΟΙΚ επικαλείται και εξειδικευμένη οικονομετρική μελέτη από την οποία προκύπτει ότι η μείωση των ποσοτήτων στο πετρέλαιο θέρμανσης που ανήλθε περίπου σε 70% (60% μεταξύ του 2012 και του 2013) οφείλεται στους εξής παράγοντες:
- Κατά 11,5% στην επίδραση της τιμής λόγω του αυξημένου φόρου
- Κατά 3,4% στην ύφεση
- Κατά 23,9% στις ηπιότερες καιρικές συνθήκες.
- Κατά 32% στο αποτέλεσμα αποθεματοποίησης του 2012 και στην καταπολέμηση του λαθρεμπορίου.
Το υπουργείο Οικονομικών σημειώνει τέλος, πως το επίδομα θέρμανσης αφορά σε πολύ μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και ειδικά στους φτωχότερους, μέσω της διεύρυνσης των εισοδηματικών κριτηρίων για τον άγαμο από 25.000 σε 30.000 ευρώ, για τον έγγαμο από 35.000 σε 40.000 ευρώ με προσαύξηση 3.000 ευρώ για κάθε τέκνο, για τη μονογεϊκή οικογένεια έως 43.000 ευρώ και όταν υπάρχει ένα τέκνο και με προσαύξηση 3.000 ευρώ για κάθε επιπλέον τέκνο.