Τη συγκλονιστική μαρτυρία μια γυναίκας που μπλέχτηκε στα δίχτυα των ακροδεξιών και ναζιστικών οργανώσεων, έρχεται στο φως της δημοσιότητας. Η ίδια δεν λέει το όνομά της, αλλά λέει τα πράγματα με το... όνομά τους.
Πρόκειται για την 40χρονη Γερμανίδα Χ. που μιλάει αποκλειστικά στην Deutsche Welle για τις εμπειρίες της από τον συγκεκριμένο εξτρεμιστικό χώρο. Εξηγεί τι την ώθησε να ενταχθεί στις τάξεις του, μιλάει για τις πράξεις βίας που είδε, αλλά και για τη συνεργασία του γερμανικού ναζιστικού κόμματος με τη Χρυσή Αυγή.
Ειδικά γι' αυτό το φλέγον σημείο λέει ότι γνωρίζει ότι το ΝPD έχει διασυνδέσεις στην Ελλάδα, αλλά δεν ξέρει συγκεκριμένα πράγματα. Όσο για το τι θα ήθελε να πει σε αυτούς που ψηφίζουν ακροδεξιά στην Ελλάδα υπογραμμίζει: «Μπορώ να τους καταλάβω. Θέλουν μια ριζική αλλαγή, δεν θέλουν πια να υποφέρουν, δεν θέλουν να είναι άνεργοι. Όλα αυτά τα πίστευα και εγώ κάποτε. Αλλά έτσι δεν γίνεται. Από τη δική μου εμπειρία είκοσι χρόνων δεν γίνεται έτσι. Ο εξτρεμισμός και η δικτατορία μόνο σε πόλεμο μπορούν να οδηγήσουν».
Οσο για την προσωπική της ιστορία, δεν κρύβει τίποτα. Αντιθέτως αυτά που λέει είναι αποκαλυπτικά.
Γεννήθηκε κάπου στη βόρεια Γερμανία και είναι περίπου σαράντα χρονών. Αποφεύγει να δώσει ακριβείς πληροφορίες και πάλι για λόγους ασφαλείας. Όσον αφορά τους λόγους που την οδήγησαν να ασχοληθεί με την ακροδεξιά λέει: «Ο πατέρας μου ήταν Χριστιανοδημοκράτης, ασχολούνταν ενεργά με την πολιτική. Η πολιτική επηρέαζε την οικογενειακή μας καθημερινότητα. Η CDU δεν βρίσκεται μακριά από την ακροδεξιά, από τον δεξιό τρόπο σκέψης. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί και ο παππούς, ο οποίος ήταν στον πόλεμο στρατιώτης της Βέρμαχτ. Από αυτούς «μολύνθηκα» σε ό,τι αφορά την σκέψη, την ιδεολογία».
Ο παππούς της διηγιόταν ιστορίες από τον πόλεμο, της εξήρε την φαντασία. Από μικρή ενδιαφερόταν για την πολιτική περισσότερο από ό,τι οι συνομήλικοί της και είχε σαφείς απόψεις για το τι έπρεπε να γίνει. Για παράδειγμα να διώξουν από τη Γερμανία τους ξένους ή να επιβάλλουν την ποινή του θανάτου στους εμπόρους ναρκωτικών.
Η ίδια είχε ασχοληθεί με το NPD και ένα άλλο κόμμα, το οποίο εν τω μεταξύ έχει απαγορευθεί. Διέθετε καθοδηγητικό ρόλο στην οργάνωση έχοντας τον τίτλο της Kameradschaftsführerin. Στην ερώτηση αν είχε έρθει σε επαφή με όπλα απαντά πως γνώρισε άνδρες και γυναίκες στην οργάνωση που είχαν επαφή με όπλα: «Παλιούς μισθοφόρους που δραστηριοποιούνταν με εμάς. Γνώριζα παλιούς ναζιστές που είχαν ειδικευθεί στα εκρηκτικά και είχαν κάνει διάφορες απόπειρες δολοφονίας. Αυτοί φυσικά είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις και μπορούσαν να βρουν όπλα και εκρηκτικά».
Γύρω στο 2002 αποφάσισε να αποχωρήσει από το NPD: «Το κόμμα έπαιρνε ολοένα και πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Είχαμε ολοένα και περισσότερο να κάνουμε με όπλα και σκεφτόμασταν όλο και περισσότερο να πραγματοποιήσουμε διάφορες επιθέσεις. Όλα αυτά έπαιρναν μια κατεύθυνση την οποία δεν μπορούσα και δεν ήθελα πλέον να ακολουθήσω. Εκτός αυτού απέκτησα παιδιά και δεν ήθελα να μεγαλώσουν σε αυτό το περιβάλλον. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί και η βία που ζούσαν οι γυναίκες στο σπίτι. Όχι μόνο στο δικό μας. Η βία που ασκείται γενικότερα στους ναζιστικούς κύκλους εναντίον των γυναικών. Αυτοί οι τρεις λόγοι με ανάγκασαν να αποχωρήσω από την ακροδεξιά».
Η Χ. αναφέρεται στις σχέσεις των παιδιών με την ακροδεξιά. Πριν από δύο περίπου χρόνια έγινε γνωστό πως μια ακροδεξιά οργάνωση στη Γερμανία, η Heimatreue Deutsche Jugendliche, προσπαθούσε να προσηλυτίσει από νωρίς εφήβους και παιδιά. Την διοικούσαν κυρίως γυναίκες. Τους προμήθευε με βιβλία και προπαγανδιστικό υλικό όπως ο «Αγών μου» του Χίτλερ. Διοργάνωνε διαγωνισμούς γνώσεων, όπως στο σχολείο, και τα παιδιά έπρεπα να μάθουν να βαδίζουν στρατιωτικά, να χρησιμοποιούν χάρτες και πυξίδες, να σκληραγωγούνται και να περπατάνε στο κρύο με κοντά παντελόνια και κάλτσες.
Η Χ. απόφάσισε να εγκαταλείψει την ακροδεξιά περίπου το 2002 και εκεί άρχισε ένας Γολγοθάς που κράτησε πολλά χρόνια. Απειλές από τον ακροδεξιό σύζυγο, ο οποίος έχει παραμείνει στους ίδιους κύκλους, ότι θα σκοτώσει εκείνη και τα παιδιά, ότι θα ανατινάξει το σπίτι. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη που έμενε, να αλλάξει όνομα και χαρτιά. Καταρχάς ζήτησε βοήθεια από τη Γερμανική Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, η οποία δεν την βοήθησε όσο θα περίμενε και αργότερα από τη μη κυβερνητική οργάνωση EXIT, ο ρόλος της οποίας είναι να βοηθάει ακροδεξιούς να εγκαταλείψουν τον χώρο.
Σήμερα η Χ. δεν φοβάται πλέον. Δηλώνει με σιγουριά πως παρά τα χρόνια που έχασε, η ζωή της σήμερα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη ποιότητα. Προσπαθεί και η ίδια να βοηθήσει ακροδεξιούς που θέλουν να ξεφύγουν. Κάποιες φορές εμφανίζεται και δημόσια όπως πριν από δυο χρόνια σε μια συγκέντρωση γυναικών σε μια εκκλησία στη Δρέσδη. Ωστόσο τα μέτρα ασφαλείας πρέπει να είναι πάντα δρακόντεια. Μεγάλη αστυνομική προστασία και συναντήσεις οι οποίες γίνονται μόνο με συγκεκριμένες προσκλήσεις.
Η Χ. είναι πρόθυμη να μιλήσει για όλα. Για την χρηματοδότηση των ακροδεξιών οργανώσεων στη Γερμανία λέει πως αυτή στηρίζεται σε πλούσιους Γερμανούς, σε παλιούς συνταξιούχους ναζιστές που κληροδοτούν σπίτια και χρήματα και φυσικά στην κρατική επιχορήγηση του νόμιμου ακόμα NPD. Επίσης υπάρχουν και ανεπίσημες πηγές από το οργανωμένο έγκλημα. Ακροδεξιές ομάδες στη Γερμανία έχουν σχέσεις με εμπόριο όπλων, ναρκωτικών και πορνεία.
Η Χ. θέλει να καταρρίψει το μύθο που λέει πως μόνο φτωχοί και απελπισμένοι βρίσκουν καταφύγιο σε αυτά τα μορφώματα. Γιατροί, δικηγόροι και πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι από πεποίθηση προσχωρούν στην ακροδεξιά. Τέλος υπογραμμίζει πως ο κίνδυνος της ακροδεξιάς στη Γερμανία είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που οι πολιτικοί αφήνουν να εννοηθεί.