Την οικονομική εξαθλίωση την οποία βιώνουν καθημερινά όλο και περισσότεροι Ελληνες αποδεικνύουν δυσοίωνα για τη χώρα μας στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία παρατηρείται αργή αλλά σταθερή αύξηση των ακραίων φαινομένων φτώχειας στην Ελλάδα.Οπως αναφέρει η έκθεση της Ομάδας Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών «ανατομία της φτώχειας στην Ελλάδα του 2013» ένας στους επτά πολίτες έχει σήμερα εισόδημα κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας, όταν το 2009 ήταν ένας μόλις 1 στους 45 το 2009.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, Μάνο Ματσαγγάνη και Χρύσα Λεβέντη, το μέγεθος της φτώχειας και η εξέλιξή της εξαρτώνται από το ύψος του ορίου φτώχειας. Για να αναλύσουν το φαινόμενο οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τρεις δέκτες: το κυμαινόμενο όριο σχετικής φτώχειας (ίσο με 60% του διαμέσου εισοδήματος), το σταθερό όριο σχετικής φτώχειας (ίσο με 60% του διαμέσου εισοδήματος του 2009, σε σταθερές τιμές), και το όριο ακραίας φτώχειας (ίσο με το κόστος ενός βασικού καλαθιού αγαθών απαραίτητου για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης).
Τα στοιχεία της μελέτης έδειξαν πως το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το συμβατικό όριο σχετικής φτώχειας αυξάνεται αργά αλλά σταθερά. Εναλλακτικά, υπολόγισαν ότι ο αριθμός όσων θα θεωρούσαμε φτωχούς πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, φτάνει πλέον το 41% του πληθυσμού. Επί πλέον, εκτιμούν ότι 1 στους 7 έχει σήμερα εισόδημα κάτω από το όριο ακραίας φτώχειας.
Πίσω από τη τραγική αυτή πραγματικότητα κρύβονται η κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των ανέργων και τα τραγικά κενά που παρουσιάζει το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Οι συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν πως για να αλλάξει προς το καλύτερο το τοπίο στη χώρα μας πρέπει να γίνει μία γενναία στροφή στην κοινωνική πολιτική.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τη μελέτη, το ποσοστό σχετικής φτώχειας με βάση ένα κυμαινόμενο όριο φαίνεται να έχει αυξηθεί λίγο την τελευταία τετραετία (+3 ποσοστιαίες μονάδες). Όμως, το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα κάτω από ένα σταθερό όριο (το τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένο όριο φτώχειας του 2009) έχει υπερδιπλασιαστεί, υποδηλώνοντας ότι ο αριθμός όσων θα θεωρούσαμε φτωχούς πριν το ξέσπασμα της κρίσης έχει αυξηθεί σημαντικά. Από την άλλη, ο αριθμός των οικογενειών με χαμηλότερο εισόδημα από το κόστος ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης έχει αυξηθεί δραματικά σε 14% το 2013 (από 2% το 2009). Η κάθοδος στην ακραία φτώχεια ενός τόσο υψηλού (και αυξανόμενου) τμήματος του πληθυσμού αποκαλύπτει την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας να αποτρέψει την ακραία φτώχεια σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης.
Πράγματι, η φτώχεια των ανέργων έχει φτάσει σε επίπεδα συναγερμού και επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) απέτυχε να ανταποκριθεί στην αύξηση του αριθμού των ανέργων θέτοντας σε κίνηση συμπαγείς μηχανισμούς στήριξης του εισοδήματος τους.
Πάνω από 1,5 εκατ. άνθρωποι δίνουν ότι έχουν και δεν έχουν για τα προς το ζην
Αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο της ελληνικής πραγματικότητας βρίσκονται πάνω από το 1,5 εκατ. άνθρωποι, οι οποίοι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, πολλές φορές προχωρούν στη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων (π.χ. Χρυσαφικά) για τα προς το ζην.
Σε κάποιες περιπτώσεις χρεώνονται πιστωτικές κάρτες (μάλλον όχι πια καταναλωτικά δάνεια) ή αναγκάζονται να αφήνουν απλήρωτες λογαριασμούς.
Εκτιμάμε ότι 20% των παιδιών (έναντι 4% το 2009) ζει σε οικογένειες που δεν είναι σε θέση να αγοράσουν τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η κατάσταση των ανέργων δείχνει να είναι ακόμη χειρότερη (ποσοστό ακραίας φτώχειας 34% το 2009, από 5% το 2009). Ακόμη: 24% όσων ζουν σε νοικοκυριά που βαρύνονται από ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο, 21% όσων μένουν στην Αθήνα, 20% των φοιτητών ή σπουδαστών, 18% των ατόμων ηλικίας 30 έως 45 ετών, καθώς και 16% των αυτοαπασχολουμένων φαίνεται να διαθέτουν εισόδημα χαμηλότερο από το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Αντίθετα, οι μισθωτοί σε Δημόσιο, ΔΕΚΟ και Τράπεζες, οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, καθώς και οι ιατροί, νομικοί ή μηχανικοί αντιμετωπίζουν ασήμαντα ποσοστά ακραίας φτώχειας. Από την άλλη, το αντίστοιχο ποσοστό στην περίπτωση των ηλικιωμένων είναι κάτω από 3%. Πράγματι, ακόμη και μια χαμηλή σύνταξη αρκεί για να καλύψει το κόστος απόκτησης των βασικών αγαθών που κρίναμε απαραίτητα για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Υπό μια κρίσιμη προϋπόθεση όμως: ότι φάρμακα και περίθαλψη είναι δωρεάν. Στο βαθμό που η προϋπόθεση αυτή παραβιάζεται, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το ποσοστό των ηλικιωμένων που πλήττονται από την ακραία φτώχεια είναι (ενδεχομένως πολύ) υψηλότερο.