Αυστηρή κριτική ασκεί ο βουλευτής Μαγνησίας του ΠΑΣΟΚ Κώστας Καρτάλης στο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με άρθρο του στην ιστοσελίδα aixmi.gr
Ειδικότερα, επικεντρώνει την κριτική του κυρίως στο μοντέλο διοίκησης, ενώ ταυτοχρόνως χαρακτηρίζει ως θετικά αρκετά σημεία του. Ο κ. Καρτάλης ο οποίος παραλλήλως διατηρεί και το τίτλο του αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, μεταξύ άλλων αναφέρει στο άρθρο του:
Εχω το συγκριτικό πλεονέκτημα (ή και μειονέκτημα) να μπορώ να «διαβάσω» το σχέδιο νόμου για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και ως Βουλευτής και ως Καθηγητής Πανεπιστημίου. Αυτό με επιφορτίζει με αυξημένες ευθύνες για τη διαμόρφωση κοινών τόπων –προφανώς για το κοινό καλό- ακόμα και αν κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε «σύγκρουση» τα δύο λειτουργήματα που υπηρετώ σήμερα ή και να κινδυνεύσω να χαρακτηρισθώ ως ιδιοτελής είτε από τη μία πλευρά είτε την άλλη.
Δεν θα μπω στον πειρασμό της κατεδάφισης. Το σχέδιο νόμου για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει θετικά σημεία που αξίζει να στηριχθούν :
- τη γενναία διάθεση για αναδιάρθρωση του «πολυτελούς» χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με τη συγχώνευση (προφανώς με κριτήρια) τμημάτων, σχολών ή και ΑΕΙ
-τη συγκροτημένη χρηματοδότηση των ΑΕΙ μέσα από τετραετείς συμφωνίες προγραμματισμού
- την αναβάθμιση της φοιτητικής μέριμνας
- την οργάνωση της ακίνητης περιουσίας των ΑΕΙ, με στόχο την αξιοποίηση της
- τη στήριξη των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών, αλλά και την έμφαση στην αξιολόγηση.
Εχει, όμως, και σημεία που πρέπει να αλλάξουν. Επικεντρώνομαι σε δύο μόνο από αυτά: στη διάκριση Σχολής-Τμήματος και στο μοντέλο διοίκησης. Ως προς το πρώτο σημείο, το νομοσχέδιο επιμένει στην υποβάθμιση των σημερινών Τμημάτων (που, μάλιστα, τα καταχωρίζει ως προγράμματα σπουδών αγνοώντας τη σημασία της έρευνας) και στην ισχυροποίηση των Σχολών. Εχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι τα Τμήματα της ίδιας Σχολής πρέπει να «μιλούν» και να συντονίζονται μεταξύ τους, έχει όμως λάθος όταν θεωρεί ότι η ομαδοποίηση τους βελτιώνει εξ΄ ορισμού την ποιότητα των σπουδών ή στηρίζει τα εργαστήρια που λειτουργούν σε κάθε Τμήμα ή ενισχύει την πολυπόθητη έρευνα.
Ο πρώτος κοινός τόπος που προτείνω είναι το σχέδιο νόμου να απομακρυνθεί από την ομογενοποίηση –και ομαδοποίηση– σε επίπεδο Σχολών που προτείνει και να στηρίξει την ανάπτυξη των υγιών εκπαιδευτικών και ερευνητικών δυνάμεων, με βασική ακαδημαϊκή μονάδα το Τμήμα.
Ως προς το δεύτερο σημείο, είμαι βέβαιος ότι το σχέδιο Νόμου επιθυμεί να ενισχύσει τη διαφάνεια, όμως με το μοντέλο διοίκησης που δρομολογεί υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να ενισχυθεί η αδιαφάνεια, να σκληρύνουν οι ιεραρχίες και να παγιωθούν –αντί να αντιμετωπισθούν– οι παθογενείς αλληλεξαρτήσεις που καταγράφονται σήμερα. Γνώμη μου είναι ότι τα Πανεπιστήμια δεν μπορεί να διοικούνται με λογικές ή μοντέλα ΔΕΚΟ και δεν έχω ούτε μία καλή εξήγηση για τις υπερβολικές αρμοδιότητες που προσφέρονται σε λίγους μόνο ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων θα είναι διορισμένοι και μάλιστα για δύο θητείες (4+4 έτη) τη στιγμή που οι σημερινές Πρυτανικές αρχές όχι μόνο εκλέγονται, αλλά και έχουν μία θητεία κατά μέγιστο.
Με τρομάζει ότι το πανίσχυρο Συμβούλιο Διοίκησης δεν θα λογοδοτεί πουθενά, με προβληματίζει ότι μέχρι και ο Πρύτανης θα μπορεί να παύεται εν μέσω της θητείας του..., και με ενοχλεί η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα μέλη ΔΕΠ, όπως αυτή αποτυπώνεται από το γεγονός ότι ακόμα και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης θα είναι εκτός Πανεπιστημίου...
Γνωρίζω ότι το σημερινό μοντέλο διοίκησης των Πανεπιστημίων έχει προβλήματα. Όταν είσαι από μέσα, εντοπίζεις τις κινήσεις που μπορεί να διορθώσουν τα προβλήματα και αναζητείς συνέργειες για να τις εφαρμόσεις. Όταν είσαι από έξω, στρέφεσαι σε ξενόφερτα μοντέλα και καταλήγεις συνήθως σε ατελείς λύσεις.
Ο δεύτερος κοινός τόπος που προτείνω είναι η απευθείας εκλογή Πρύτανη και Αντιπρυτάνεων, κυρίως από το σώμα των μελών ΔΕΠ, η διατήρηση των αρμοδιοτήτων στο επίπεδο της Συγκλήτου, αλλά και η συγκρότηση Συμβουλίου Διοίκησης (και με εξωτερικά μέλη) που θα έχει ισχυρό ελεγκτικό και γνωμοδοτικό ρόλο και στο οποίο θα λογοδοτούν οι Πρυτανικές Αρχές.