Οι περισσότεροι χρήστες του διαδικτύου, έχουν λάβει κάποια στιγμή ένα e-mail από την Νιγηρία ή κάποια άλλη αφρικανική χώρα, στην οποία ένα άτομο χρησιμοποιώντας πολύ πειστικούς νομικούς όρους, προσπαθεί να τους πείσει πως εάν τους βοηθήσουν στο «ξεπάγωμα» μιας κληρονομιάς, τότε θα κερδίσουν και αυτοί μερικές χιλιάδες δολάρια.
Αυτές οι ιστορίες είναι γνωστές εδώ και χρόνια, ωστόσο οι περισσότεροι δεν ξέρουν την κατάληξη εάν απαντήσουν σε ένα τέτοιο e-mail, καθώς τα περισσότερα είναι απάτες και οι χρήστες του διαδικτύου τα αγνοούν. Ωστόσο ένας άνθρωπος ο οποίος το 2003 (όταν δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη η φάρσα αυτή) έλαβε ένα τέτοιο e-mail και πείστηκε, αφηγείται στο Vice την ταλαιπωρία που πέρασε:
«Ο Λορέν -δεν είναι το πραγματικό του όνομα-, ένας 42χρονος τότε πωλητής σε μια φαρμακευτική εταιρεία που ζούσε στα νησιά Ρεϋνιόν (μια γαλλική αποικία στον Ινδικό Ωκεανό), έλαβε μια πρόταση να ''ξεπλύνει'' 1 εκατ. δολάρια από έναν ''παγωμένο'' τραπεζικό λογαριασμό στην Νιγηρία, κάτι το οποίο έμοιαζε πως έλυνε τα οικονομικά του προβλήματα. Αντιθέτως, κατέληξε ταλαιπωρημένος, δαρμένος και εγκαταλελειμμένος σε μια περίεργη χώρα. Τον ρώτησα και μου είπε τι έγινε:
''Πριν από 10 χρόνια, ήμουν στο σπίτι και έπαιζα σκάκι στον υπολογιστή μου, όταν ένα email από κάποιον ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν ο κυβερνήτης του Λάγκος στην Νιγηρία, ήρθε στα εισερχόμενα μου. Ο τίτλος έγραφε ΕΠΕΙΓΩΝ και έτσι το διάβασα αμέσως- στην πραγματικότητα το διάβασα αρκετές φορές στη σειρά. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγραφε το email, αλλά η ουσία του ήταν πως ο κυβερνήτης της δυτικής περιφέρειας του Λάγκος, ο Μπόλα Τινούμπου, είχε κρύψει περίπου 1 εκατ. δολάρια σε έναν μυστικό τραπεζικό λογαριασμό για να αποφύγει τους φόρους. Τα λεφτά είχαν κλαπεί από δημόσια κονδύλια, συνέχιζε το e-mail, και η οικογένεια του Τινούμπου δεν μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει, επειδή παρακολουθούνταν στενά από την κυβέρνηση.
Ηθελαν έναν ξένο να έρθει στο Λάγκος, να πάρει τα λεφτά από τον λογαριασμό και να τα βάλει σε μια ελβετική τράπεζα. Τότε ήταν που μπλέχτηκα στην υπόθεση. Θεωρητικά, εάν έστελνα 1.300 δολάρια σε μετρητά σε μια διεύθυνση στο Λάγκος, θα μου έκλειναν έναν δωμάτιο σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο και θα υπέγραφα μερικά χαρτιά από έναν δικηγόρο, του οποίου η αμοιβή θα ήταν 1.300 δολάρια. Θα κατέληγα με το 5% του ενός εκατ. στην τσέπη, κάτι που ακουγόταν πολύ δίκαιο στα αυτιά μου. Δεν είχα ξαναλάβει τέτοιο μήνυμα πριν. Υπήρχαν μερικά γραμματικά λάθη, αλλά υπέθεσα πως οφειλόταν στο γεγονός ότι ο άνθρωπος που το έγραψε δεν ήταν Γάλλος. Μάλλον μιλούσε κάποια από τις διαλέκτους της Νιγηρίας. Επίσης, ο Μπόλα Τινούμπου όντως ήταν ένας Νιγηριανός πολιτικός που κυβερνούσε την Δυτική Περιφέρεια του Λάγκος- αυτό ήταν το μόνο μέρος του e-mail που ήταν αλήθεια.
Ημουν χρεωμένος και σε απελπιστική ανάγκη για χρήματα τότε. Το deal στη Νιγηρία μου ακουγόταν τέλειο. Μετά τα 2.600 δολάρια που θα έδινα στους Νιγηριανούς και τα έξοδα του αεροπλάνου, θα έβγαζα 40.000 δολάρια, τα οποία θα έβαζαν τα οικονομικά μου σε τάξη. Επίσης, θα έκανα και μερικές ημέρες διακοπών στη Νιγηρία. Καταλαβαίνω πόσο ηλίθιος φαίνομαι τώρα και πόσο εμφανής ήταν η παγίδα, αλλά τότε ήξερα πως η άρχουσα τάξη της Νιγηρίας ήταν μέσα στη διαφθορά.
Είπα στους φίλους μου και την οικογένεια μου πως θα πήγαινα στη Νιγηρία για εμπορικές διαπραγματεύσεις, κάτι που τους χαροποίησε ιδιαιτέρως. Εστειλα στους Νιγηριανούς 1.300 δολάρια και πήγα στο Λάγκος.
Οταν έφτασα στο αεροδρόμιο έβγαλα μια βίζα και είδα δύο φουσκωτούς με κοστούμια και γραβάτες και χρυσά δαχτυλίδια που με περίμεναν, με μια πινακίδα με το όνομα μου. Με πήγαν σε έναν τετράστερο ξενοδοχείο και μου είπαν: ''Θα σε δούμε αύριο. Πρέπει να φέρει και τα άλλα 1.300 δολάρια. Θα πάρεις έναν φάκελο με 50.000 δολάρια μια ώρα αφού φύγει ο δικηγόρος. Ελπίζουμε να περάσετε καλά στη Νιγηρία κύριε''. Το ίδιο βράδυ, δέχθηκα δύο κλήσεις από τους Νιγηριανούς που επιβεβαίωσαν τη συνάντηση και μια κλήση από έναν άλλον, ο οποίος συστήθηκε ως δικηγόρος και μου τόνιζε την σημασία των 1.300 δολαρίων. Πήγα στη συνάντηση και τότε ένιωσα τον πρώτο κόμπο στο στομάχι. Αυτά τα ''αυθεντικά'' κυβερνητικά έγγραφα, ήταν ξεκάθαρα πλαστά. Ηταν άσχημα εκτυπωμένα, με γραμματικά και συντακτικά λάθη παντού. Μπήκα στο αμάξι μαζί με τέσσερα άτομα με κοστούμια μέχρι που φτάσαμε σε μια μικρή πλατεία. Τότε κατάλαβα τι θα συνέβαινε. ''Δώσε μας τα λεφτά σου'', μου είπε ο ένας από αυτούς. Αρχικά αρνήθηκα και είπα ότι θα καλέσω την αστυνομία. Δεν τους άρεσε ιδιαίτερα και άρχισαν να με δέρνουν μέχρι να πέσω αναίσθητος. Ξύπνησα σε ένα άδειο δωμάτιο. Νόμιζα πως θα με σκοτώσουν. Μετά από ένα τέταρτο, ένας από αυτούς ήρθε και μου είπε: ''Κοίτα δεν θέλουμε να σε σκοτώσουμε, το μόνο που θέλουμε είναι τα λεφτά σου. Αλλά εάν πας στην αστυνομία και πεις οτιδήποτε θα σου κόψουμε τον λαιμό. Κατάλαβες;''. Τους έγνεψα θετικά.
Με πήγαν στο αμάξι, οδήγησαν για 20 λεπτά και με πέταξαν στη μέση του πουθενά. Ημουν γεμάτος μελανιές αλλά ζωντανός. Είχα τα ρούχα μου, αλλά δεν είχα λεφτά και διαβατήριο. Ημουν στη μέση του πουθενά. Εφτασα με οτοστόπ στο κέντρο της πόλης και πήρα τα πράγματα μου και τα ελάχιστα ευρώ που είχα ακόμη από το ξενοδοχείο. Μιας και δεν είχα λεφτά, πήγα στα ξενοδοχεία που μένουν οι ιερόδουλες. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ όλο το βράδυ.
Το πρωί κοίταξα το πρόσωπο μου. Ηταν μελανιασμένο και γεμάτο αμυχές. Πήγα στη Γαλλική πρεσβεία και έκανα αίτηση για επείγουσα έκδοση διαβατηρίου. Παρακάλεσα μερικούς ντόπιους να μείνω στο σπίτι τους μέχρι την έκδοση του διαβατηρίου και δέχθηκαν. Πιστεύω ότι η εικόνα του προσώπου έπειθε τους πάντες για το τι μου συνέβη».
Εν τέλει, ο «Λορέν» κατάφερε να γυρίσει στο Παρίσι όπου έμενε ο πατέρας του και μετά από έναν μήνα στα νησιά Ρεϋνιόν όπου έμενε η οικογένεια του. Δεν είπε ποτέ την αλήθεια στην γυναίκα του, ενώ όσα παρόμοια e-mails του έχουν έρθει, τα διαγράφει χωρίς δεύτερη σκέψη.