«Ολοι γύρω μας μιλούν. Ολοι. Εκτός από έναν: τον κύριο Σαμαρά και την Κυβέρνησή του.
Η μόνη που παρακολουθεί βουβή αυτή τη συζήτηση που αφορά την Ελλάδα είναι η ελληνική Κυβέρνηση, η οποία αντί να αξιοποιήσει τη διεθνή αμφισβήτηση του προγράμματος της λιτότητας στην Ελλάδα και το ιστορικό δίλημμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη μεταξύ μερκελισμού και κεϋνσιανισμού –θα πω εγώ- μεταξύ της λογικής της λιτότητας και της ανάπτυξης, της ύφεσης και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, αντί να αξιοποιήσει αυτή τη συζήτηση, ακολουθεί τυφλά την καταστροφική πεπατημένη».
Αυτό ήταν ένα από τα βασικά κομμάτια της ομιλίας του Αλέξη Τσίπρα κατά την ψήφιση του Προϋπολογισμού, ο οποίος αναφέρθηκε στο οικονομικό μοντέλο του Τζον Κέϋνς, γνωστό αλλιώς και ως το «μοντέλο της ανάπτυξης».
Ο κεϋνσιανισμός στον οποίο αναφέρθηκε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η οικονομική «σχολή» που δημιουργήθηκε από τον Τζον Μέυναρντ Κέυνς, τον Αγγλο οικονομολόγο, μαθηματικό, καθηγητή πανεπιστημίου, συγγραφέα και ανώτατο κρατικό υπάλληλο, ο οποίος είναι ο δημιουργός του κεϋνσιανού μοντέλου οικονομίας.
Στο κεϋνσιανό μοντέλο, προβλέπεται η αναδιανομή του πλούτου, δηλαδή μέρους των κερδών του κεφαλαίου στις κατώτερες τάξεις με την μορφή κοινωνικών και άλλων παροχών προκειμένου να αμβλυνθεί η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι αναταραχές. Ο Κέυνς, είχε προτείνει την αύξηση των δημοσίων δαπανών σε περίοδο οικονομικής κρίσης, προκειμένου να καλύπτεται μέρος του ελλείμματος. Ωστόσο, οι δημόσιες δαπάνες σύμφωνα με τον Αγγλο οικονομολόγο, έπρεπε να διατεθούν με την μορφή κοινωνικών παροχών στους αδύναμους όπως π.χ. το επίδομα ανεργίας, με κύριο στόχο την επανόρθωση της οικονομίας.
Μάλιστα η αύξηση της φορολογίας σε περιόδους κρίσης είναι πλήρως αντίθετη στη νοοτροπία του Κέυνς ο οποίος ζητά αύξηση των ελλειμμάτων στις κρίσεις, τα οποία χρηματοδοτούνται από πλεονάσματα στις καλύτερες εποχές.
Ο κεϋνσιανισμός, έχει δεχθεί σκληρή κριτική κατά διαστήματα αλλά έχει και θερμούς οπαδούς, κυρίως λόγω των προβλέψεων του που έκανε σε δύο από τα βιβλία του, τις «Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης» το 1919 και την «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος» το 1936. Στο πρώτο του βιβλίο, προέβλεψε πως λόγω των υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων που ζητούσαν από την Γερμανία οι νικήτριες δυνάμεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, αυτός θα επαναλαμβανόταν σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα, ενώ στο δεύτερο βιβλίο του υποστήριξε πως για να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας στον Δυτικό κόσμο μετά το Κραχ της Νέας Υόρκης το 1929 θα πρέπει να γίνουν κρατικές παρεμβάσεις για την χρηματοδότηση της οικονομίας και των επιχειρήσεων, με σκοπό να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.