Στην υπόθεση των αυτοκινητιστών ταξί αναφέρεται σε συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής, ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτονικής Διακυβέρνησης Δημήτρης Ρέππας.
Ο υπουργός προτρέπει τους ιδιοκτήτες ταξί να μην κάνουν στους άλλους ό,τι δεν ήθελαν για τους ίδιους: «δεν μπορεί να κάνεις σε κάποιον αυτό που δεν θέλεις να υφίστασαι εσύ. Οι άνθρωποι των ταξί δείχνουν αδυναμία και όχι δύναμη, όπως ίσως νομίζουν, όταν δρουν στο όνομα του κλάδου και όχι στο όνομα του συμφέροντος της χώρας, όπως κάνει η κυβέρνηση. Συμβάλλουν στην εθνική καταστροφή, θεωρώντας ότι προωθούν τη δική τους σωτηρία, αναφέρει ο κ. Ρέππας.
Παράλληλα βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει οποιασδήποτε μορφής βεντέτα με τον διάδοχό του στο υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων Γιάννη Ραγκούση. «Γνωρίζουμε και οι δύο ότι πέρα από τα πρόσωπα υπάρχει η κυβέρνηση, η παράταξη και, κυρίως, πάνω από όλα, η χώρα», προσθέτοντας ότι ο υπουργός Υποδομών «χειρίζεται όλα τα θέματα με ευθύνη, ώστε να τα ενσωματώσει στην πολιτική του πρωτοβουλία» .
Προσθέτει πάντως, ότι η μόνη πρόβλεψη του επίμαχου Προεδρικού Διατάγματος που δεν υιοθετήθηκε από τον αρμόδιο υπουργό ήταν «μια πρόβλεψη που ισχύει σε όλη την Ευρώπη [..] που συνδέει τον αριθμό των αδειών με τον πληθυσμό μιας πόλης ή περιοχής [..] Αυτό και μόνο το σημείο δεν υιοθετήθηκε από τον αρμόδιο υπουργό, που επέλεξε- και αυτό είναι απολύτως θεμιτό- μια άλλη προσέγγιση προς την ίδια κατεύθυνση της απελευθέρωσης της αγοράς».
Στην επισήμανση ότι ο κ. Ραγκούσης υποστηρίζει πως δεν πέρασε από συλλογικό κυβερνητικό όργανο αυτό το Προεδρικό Διάταγμα και ότι, αν το έστελνε, θα κρινόταν αντισυνταγματικό από το Συμβούλιο Επικρατείας, απαντά: «Δεν συζητούνται στο Υπουργικό Συμβούλιο οι κανονιστικές πράξεις. Είναι θέμα συναρμοδίων υπουργών των οποίων η υπογραφή έχει τεθεί στο σχετικό Προεδρικό Διάταγμα. Αν είχε σταλεί το Προεδρικό Διάταγμα στο Συμβούλιο Επικρατείας, θα είχαμε ήδη τη γνωμοδότησή του. Και αν μεν κρινόταν αντισυνταγματικό τότε, με αυτό το δεδομένο, ο χώρος των ταξί δεν θα είχε κανέναν λόγο να στραφεί εναντίον της κυβέρνησης και να αντιδρά. Αν, πάλι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ορθή από άποψη συνταγματικότητας τη ρύθμιση αυτή, θα έπρεπε να είναι μια πολιτική αποδεκτή προς εφαρμογή [..] Αυτό μπορεί να γίνει και τώρα. Ο αρμόδιος υπουργός όλα αυτά τα γνωρίζει και τα σταθμίζει».