Η χρονολογία γέννησης του Βούδα αποτελούσε, ανέκαθεν, αντικείμενο συζητήσεων και διαπληκτισμών μεταξύ των ιστορικών αλλά και των πιστών. Ωστόσο, μία πρόσφατη ανακάλυψη έρχεται να ανατρέψει κάθε προηγούμενη θεωρία, σπρώχνοντας την αρχή του Βουδισμού αιώνες πίσω.
Ο Βουδισμός είναι μία από τις αρχαιότερες αλλά και μεγαλύτερες θρησκείες παγκοσμίως, με περισσότερους από 350.000.000 πιστούς, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ανατολική Ασία. Ετσι, η πρόσφατη ανακάλυψη του αρχαιότερου βουδιστικού ναού από Βρετανούς αρχαιολόγους, που έγινε στο Νεπάλ, τη γενέτειρα του Βούδα, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο συζητήσεων για την γέννηση του.
Οι αρχαιολόγοι Ρόμπιν Κόνινγκχαμ και Κος Πρασάντ Ακάια, από το Πανεπιστήμιο του Ντάρχαμ, στη Βρετανία, που ηγούνταν της ανασκαφής, ανακοίνωσαν τη Δευτέρα ότι εντόπισαν στο Νεπάλ, στον αρχαιολογικό χώρο Λουμπίνι, που θεωρείται γενέτειρα του Βούδα, ένα νέο βουδιστικό ναό ο οποίος χρονολογείται περίπου το 550 πΧ.
Σκάβοντας κάτω από τον τούβλινο ναό Μάγια Ντεβί, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ότι υπήρχε στα θεμέλιά του ένας παλαιότερος, ξύλινος, ο οποίος δεν είχε στέγη επειδή στο χώρο υπήρχε ένα δέντρο.
Οπως εξηγεί ο Κόνινκγχαμ «έχουμε μπροστά μας τον αρχαιότερο βουδιστικό ναό στον κόσμο. Μεγάλες συζητήσεις είχαν γίνει για το πότε γεννήθηκε και έζησε ο Βούδας και τώρα έχουμε μπροστά μας ένα ιερό που δείχνει τον 6ο αιώνα π.Χ.»
Σύμφωνα με την παράδοση, το Λουμπίνι, είναι ο κήπος, όπου η μητέρα του Βούδα, Μάγια Ντεβί, έπιασε ένα δέντρο και γέννησε την ιστορική προσωπικότητα Σιντάρτα Γκαουτάμα, που αργότερα έγινε ο Βούδας.
Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του Βούδα μέχρι σήμερα ήταν υπό αμφισβήτηση, με τις αρχές του Νεπάλ να υποστηρίζουν ότι έζησε το 623 π.Χ., και άλλες παραδόσεις να ευνοούν πιο πρόσφατες ημερομηνίες, γύρω στο 400 π.Χ.
Το Λουμπίνι, έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Unesco και είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα προσκυνήματος για τους βουδιστές όλου του κόσμο με περισσότερους από 1 εκατομμύριο επισκέπτες κάθε χρόνο.
Η γενική διευθύντρια της Unesco Ιρίνα Μπόκοβα σε ανακοίνωσή της τονίζει ότι «η Unesco είναι εξαιρετικά υπερήφανη που συνέβαλε σε αυτή τη σημαντική ανακάλυψη ενός από τα πιο ιερά μέρη μιας από τις παλαιότερες θρησκείες του κόσμου»