Πόσο εύκολα μπορεί ένας ψυχίατρος να διακρίνει τους σώφρονες από τους παράφρονες; Έχει η ψυχιατρική διάγνωση κενά; Την εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης αποφάσισε να προσδιορίσει ο ψυχολόγος Ντέιβιντ Ρόζενχαν με ένα άκρως αντιδεοντολογικό πείραμα που έμεινε στην ιστορία ως το «πείραμα Ρόζενχαν».
Ο Ντέιβιντ Ρόζενχαν, δίδασκε σε ένα μικρό πανεπιστήμιο όταν το 1973 αποφάσισε να προβεί σε ένα ιδιαίτερο πείραμα. Έτσι τηλεφώνησε σε οκτώ φίλους του και τους ρώτησε αν θα ήθελαν να προσποιηθούν τους παράφρονες για ένα μήνα. Εκείνοι δέχτηκαν και άρχισε η εκπαίδευση, αν και οι μισοί από αυτούς ήταν ψυχολόγοι και ψυχίατροι, οπότε γνώριζαν τα συμπτώματα. Ένα βασικό κομμάτι της εκπαίδευσης ήταν να μάθουν να κρύβουν τα χάπια κάτω από τη γλώσσα τους και να τα φτύνουν μετά.
Πέντε μέρες πριν παρουσιαστούν σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία σταμάτησαν να πλένουν τα δόντια τους, να ξυρίζονται (άντρες και γυναίκες) και να κάνουν μπάνιο.Έπειτα φόρεσαν παλιά και λίγο βρώμικα ρούχα και σκορπίστηκαν σε όλη την Αμερική.
Παρουσιάστηκαν στα επείγοντα ψυχιατρικών περιστατικών και δήλωσαν μόνο: «Ακούω μια φωνή να λέει γκντουπ». Ο Ρόζενχαν είχε επίτηδες διαλέξει αυτή τη λέξη, γιατί δεν υπήρχε καμιά αναφορά μέχρι τότε σε ακουστικές ψευδαισθήσεις που να παραπέμπουν σε κόμικ. Πέρα από αυτή την φράση δεν προσποιούνταν κανένα άλλο σύμπτωμα.
Σε κάθε ερώτηση απαντούσαν με ειλικρίνεια, πέρα από το όνομα και το επάγγελμα τους. Ακόμα και ο ίδιος ο Ρόζενχαν παρουσιάστηκε στα επείγοντα παραπονούμενος για εκείνο το καρτουνίστικο «γκντουπ». Όλοι οι «ασθενείς» εξετάστηκαν βιαστικά και διαγνώστηκαν με «παρανοειδή σχιζοφρένεια», εκτός από έναν που έπασχε από «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση».
Σε όλους πάντως έγινε εισαγωγή. Μόλις εκείνοι βρέθηκαν στο ψυχιατρείο, ανέφεραν στους γιατρούς ότι η φωνή είχε σταματήσει και αισθάνονταν πλέον μια χαρά. Όμως οι γιατροί δεν τους πίστευαν. Ο μέσος όρος παραμονής τους στο ψυχιατρείο ήταν 19 ημέρες παρότι εκείνοι από την πρώτη μέρα διαβεβαίωναν ότι δεν άκουγαν πλέον τη φωνή.Η πιο μακρόχρονη παραμονή ήταν 52 μέρες.
Οι ψυχίατροι μάλιστα είχαν αξιολογήσει κάποια χαρακτηριστικά από τη ζωή των «ασθενών» έτσι ώστε να ταιριάζουν με τη διάγνωση τους. Έγραφαν για κάποιον: «Άντρας, λευκός, ετών 39 με μακρύ ιστορικό αξιοσημείωτης αμφιθυμίας απουσία συναισθηματικής σταθερότητας...» κα.
Κάτι πολύ παράξενο είναι ότι ενώ οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό αντιμετώπιζαν τους «ασθενείς» ως ασθενείς, οι υπόλοιποι ασθενείς, οι αληθινοί ασθενείς του ψυχιατρείου αντιλαμβάνονταν ότι οι 9 δεν ήταν «τρελοί». Για παράδειγμα κάποιος νεαρός ασθενής πλησίασε το Ρόζενχαν και του είπε: «Εσύ δεν είσαι τρελός. Ή δημοσιογράφος είσαι ή καθηγητής...»
Όσο καιρό ήταν έγκλειστος ο Ρόζενχαν συμπεριφερόταν απολύτως φυσιολογικά και κρατούσε διαρκώς σημειώσεις. Αυτό οι γιατροί το χαρακτήρισαν «συμπεριφορά γραφής», και το θεώρησαν μέρος της παρανοειδούς σχιζοφρένειας του.
Όταν τελικά τον άφησαν να φύγει δημοσίευσε τα πορίσματα του στο περιοδικό Science, με τίτλο:«On being sane in insane places». Η μελέτη αυτή προκάλεσε σάλο στην Αμερική καθώς πλήθος ψυχιάτρων έσπευσαν να υπερασπιστούν την επιστήμη τους.
Ένα νοσοκομείο μάλιστα προκάλεσε τον Ρόζενχαν να στείλει όσους ψευδοασθενείς ήθελε -με ό,τι ψευδοσυμπτώματα προτιμούσε- και εκείνοι θα τους αποκάλυπταν. Εκείνος δέχτηκε. Θα τους έστελνε τους επόμενους τρεις μήνες ένα μυστικό αριθμό ψευδοασθενών και οι ψυχίατροι θα έπρεπε να καταλάβουν ποιοι ήταν ψυχικά υγιείς.
Μετά τους τρεις μήνες το προσωπικό του νοσοκομείου ανακοίνωσε με βεβαιότητα ότι είχε εντοπίσει 41 από τους ψευδοασθενείς του Ρόζενχαν. Ομως ο Ρόζενχαν δεν είχε στείλει κανέναν.
Οι διαγνώσεις μέχρι τότε γίνονταν με το DSM, το «Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Νοητικών Διαταραχών». Μέχρι το πείραμα του Ρόζενχαν χρησιμοποιούσαν τη δεύτερη έκδοση του, το DSM II, του 1968. Μετά το πείραμα μια επιτροπή ψυχιάτρων πρόσθεσε διακόσιες σελίδες και δημιούργησαν το DSM III. Όλες οι αμφισημίες και οι ασάφειες εξοβελίστηκαν. Η διαγνωστική μέθοδος εξυγιάνθηκε. Η ψυχιατρική είχε ανανήψει.
Το 2004, η Lauren Slater, η συγγραφέας του βιβλίου «Το κουτί της ψυχής», απ' όπου προέρχονται όλες αυτές οι πληροφορίες, αποφάσισε να ξανακάνει το πείραμα του Ρόζενχαν, μόνη της. Σταμάτησε να πλένεται, να κάνει αποτρίχωση, φόρεσε παλιά ρούχα και παρουσιάστηκε σε ένα ψυχιατρείο λέγοντας ακριβώς την ίδια φράση: «Ακούω μια φωνή να μου λέει γκντουπ». Το αποτέλεσμα ήταν κάπως διαφορετικό από την προηγούμενη φορά.
Ο ψυχίατρος την εξέτασε για δέκα λεπτά, χωρίς να της κάνει καμιά ερώτηση για το μορφωτικό της επίπεδο ή την ποιότητα της ζωής της, τη διέγνωσε ως ελαφρώς ψυχωτική και της συνταγογράφησε Risperdal (ένα αντιψυχωτικό) με συνοδεία αντικαταθλιπτικών.
Τις επόμενες οκτώ μέρες η Λόρεν πήγε σε οκτώ διαφορετικά νοσοκομεία. Η αντιμετώπιση ήταν η ίδια: Κανείς δεν της έκανε εισαγωγή, αλλά της έγραψαν συνολικά 25 αντιψυχωτικά και 60 αντικαταθλιπτικά. Η εξέταση ήταν πάντα το ίδιο επιπόλαια. Αλλά, όπως λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας: «Όλοι φρόντιζαν να πάρουν το σφυγμό μου».
Το πείραμα του Ρόζενχαν δεν έδειξε ότι η ψυχιατρική είναι λανθασμένη, αλλά ότι οι ψυχίατροι κάνουν διαγνώσεις «επιδημιολογικά».