Το ημερολόγιο έγραφε: 22 Νοεμβρίου 1975. Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, το ρολόι έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα. Κόσμος πολύς (πάνω από 3.000 άτομα) περίμενε στην αποβάθρα, κόσμος που δεν ήθελε να επιβιβαστεί στο τρένο, που ερχόταν από την παγωμένη Τασκένδη, αλλά να υποδεχθεί τον... Μεσσία.
Το όνομα αυτού, Βασίλης Χατζηπαναγής. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ο «Βάσια», έμελλε να γίνει η επιτομή του ποδοσφαιρικού στυλ. Ένας αρτίστας της μπάλας, με κινήσεις... μπαλαρίνας που τρέλανε τους οπαδούς του Ηρακλή και -φυσικά- όχι μόνο. Εκείνη η ημέρα που πρωτοπάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη, αν μη τι άλλο, είναι σημαδιακή.
Ο Χατζηπαναγής ήρθε στα μέρη μας, χάρη στην επιμονή των παραγόντων του Ηρακλή και ιδιαιτέρως του τότε προέδρου του, Νίκου Ατματζίδη. Αν και δεν έλειψαν οι δελεαστικές προτάσεις του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, εκείνος προτίμησε να παραμείνει στη Θεσσαλονίκη και φορέσει τη φανέλα του Γηραιού για 16 συναπτά χρόνια.
Η Ελλάδα κέρδισε έναν μεγάλο «καλλιτέχνη» των γηπέδων, η εθνική ομάδα, όμως, δεν... γεύτηκε τις δεξιότητές του, καθώς δεν του επετράπη να αγωνιστεί με τα χρώματά της, λόγω της συμμετοχής του στις «μικρές» εθνικές της τότε Σοβιετικής Ενωσης.
Το 1984 κλήθηκε να αγωνιστεί στη Μικτή Κόσμου (με συμπαίκτες τους Σίλτον, Μάγκατ, Μπεκενμπάουερ, Μαύρο, Πφαφ κ.α.) με αντίπαλο την ομάδα Κόσμος της Ν. Υόρκης.
Το φινάλε της καριέρας του γράφτηκε στις 26 Οκτωβρίου 1990, ανήμερα των 36ων γενεθλίων του, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως το 2003 ανακηρύχθηκε από την ΕΠΟ, ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών στην Ελλάδα.