Η Αγνκες Μπαν γνώριζε πού πήγαινε, όταν ξεκίνησε το ταξίδι της για τις Φιλιππίνες. Οι πρώτες εικόνες για την καταστροφή και τον ανείπωτο πόνο που προκάλεσε ο τυφώνας Χαϊγιάν είχαν ήδη κάνει το γύρο του κόσμου. Φτάνοντας εκεί όμως η δημοσιογράφος, κατάλαβε ότι έπρεπε να στείλει ανταπόκριση από την κόλαση.
Σε ένα διαφορετικό άρθρο, η ρεπόρτερ του AFP περιγράφει τα όσα την σόκαραν στο Τακλομπάν, αναγκάζοντάς την να κλείνει την κάμερα, να ξεχνά τη δημοσιογραφική της ιδιότητα και να προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο των πληγέντων. Διαβάστε τι έγραψε:
«Αυτή η σκηνή επαναλήφθηκε πολλές φορές. Ανοίγω την κάμερα και ο άνθρωπος με τον οποίο μιλάω χαμογελά πλατιά. Ακόμη και σε αυτές τις τόσο σκληρές στιγμές, τέτοια χαμόγελα εμφανίζονται στο πρόσωπο των Φιλιππινέζων. Αλλά τότε έρχεται η αναπόφευκτη στιγμή που το άτομο που έχω απέναντί μου καταρρέει. Είναι λες και το να μιλούν με έναν δημοσιογράφο τους κάνει να συνειδητοποιούν την έκταση της ατυχίας. Οπότε κλείνω την κάμερα και συχνά καταλήγω να κρατώ το άτομο που έχω μπροστά μου. Η αποστολή μου στο Τακλομπάν κράτησε έξι ημέρες, αλλά τα μαθήματα ζωής που πήρα αναλογούν σε 15 χρόνια.
Ημασταν από τους πρώτους δημοσιογράφους που φτάσαμε εκεί και διαπιστώναμε την έκταση της καταστροφής ταυτόχρονα με τους διασώστες. Το αεροδρόμιο είχε διαλυθεί από τον τυφώνα. Παντού βλέπαμε ξεριζωμένα δέντρα, καλώδια που κρέμονταν και συντρίμμια. Είναι σκηνικό αποκάλυψης, σχεδόν κινηματογραφικό, αλλά απόλυτα αληθινό.
Η πρώτη, από τις πολλές, δυνατές εικόνες που αντίκρισα εκεί ήταν μίας γυναίκας που έκλαιγε πάνω από το μικροσκοπικό σώμα του πεντάχρονου γιου της. Ηταν σε μία εκκλησία, όπου είχαν μεταφέρει επτά πτώματα.
Σύντομα διαπιστώσαμε πως το να καλύψουμε αυτή την καταστροφή, που είναι μεγαλύτερη από ότι πιστεύαμε, θα είναι δύσκολο. Χωρίς ηλεκτρικό, με κατεστραμμένες της τηλεπικοινωνίες και τα κινητά να μην λειτουργούν. Είμαστε στην καρδιά της απόλυτης καταστροφής. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Τα τεχνικά μας προβλήματα είναι ασήμαντα μπροστά στην τρομακτική δυστυχία που ζουν δεκάδες χιλιάδες Φιλιππινέζοι, θύματα του πιο ισχυρού τυφώνα. Αλλά είμαι δημοσιογράφος και η μετάδοση των ειδήσεων είναι το παν. Για εμένα, η έλλειψη τηλεφώνου και ηλεκτρικού είναι πιο σημαντική από την πείνα, τη δίψα και τις βρώμικες συνθήκες που θα βιώσω τις επόμενες ημέρες εκεί.
Στο τέλος, κάναμε στρατηγείο μας ένα στρατιωτικό γραφείο στο αεροδρόμιο. Περάσαμε εκεί τις πρώτες νύχτες, δεκάδες δημοσιογράφοι πάνω στις ξύλινες σανίδες, με στρατιώτες και σωστικά συνεργεία. Είναι βρώμικα, η μυρωδιά της αποσύνθεσης των πτωμάτων υπάρχει παντού.
Οι διασωθέντες αρχίζουν να συγκεντρώνονται στο αεροδρόμιο. Στήνονται με τις ώρες σε ουρές για λίγο νερό και ένα φάρμακο για τη διάρροια. Πέρασα την πρώτη νύχτα μιλώντας με μία οικογένεια που έχασε τα πάντα. Τη στιγμή του κακού, η μητέρα φώναζε στον άνδρα να σώσει την έξι μηνών κόρη τους. Η ίδια δεν ξέρει κολύμπι. Ευτυχώς έζησαν και οι τρεις. Μιλούσαμε για ώρες πριν καταλάβω ότι αποτελούσαν εξαιρετικό θέμα. Τότε άνοιξα την κάμερά μου. Σε τέτοιες συνθήκες, σχεδόν ξέχασα να κάνω τη δουλειά μου.
Το αεροδρόμιο έγινε σύντομα μία κόλαση, όπου χιλιάδες απελπισμένοι ήταν αποφασισμένοι να κάνουν ότι μπορούσαν για να μπουν στην πτήση που θα τους έπαιρνε μακριά. Εβλεπες ανθρώπους, σαν δαιμονισμένους, να κυνηγούν τρέχοντας τα αεροπλάνα που ήδη απογειώνονταν. Τα στιβαγμένα πτώματα ολοένα και αυξάνονταν κάθε φορά που κοιτούσα. Και έβλεπα ανθρώπους με τις ώρες να κάθονται δίπλα τους, κρατώντας μία ομπρέλα κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Δεν είχαν να κάνουν κάτι άλλο πέρα από το να φυλάξουν τους νεκρούς τους.
Σε ένα χωριό, που ισοπεδώθηκε εντελώς και ακόμη περίμεναν τα σωστικά συνεργεία, που πρόσφεραν φαγητό. Εννοείται πως δεν μπορούσα να το πάρω. Θα ήταν σαν να τους έκλεβα. Συχνά οι άνθρωποι μου ζητούσαν να τους καταγράψω, με την ελπίδα ότι θα φτάσει το μήνυμα στους δικούς τους. «Μαμά, είμαι ζωντανή», έλεγαν μπροστά στην κάμερα. Πώς να τους εξηγήσω ότι ήταν αδύνατο να μεταδώσω όλα αυτά τα μηνύματα; Πώς να απορρίψω την απεγνωσμένη έκκλησή τους διαλύοντας τις ελάχιστες ελπίδες που είχαν; Τους κατέγραφα και με ευχαριστούσαν ραγίζοντάς μου την καρδιά. Ενιωθα ένοχη και αδύναμη».