Στην τρίτη της σκηνοθετική απόπειρα, η Jodie Foster δεν έχει μάθει ακόμη τι θα πει ρακόρ, αλλά αυτό είναι το μικρότερο απ’ τα προβλήματα μιας ταινίας που πιάνει το σοβαρό θέμα της κατάθλιψης και το μεταχειρίζεται αρκετή γλυκανάλατη αφέλεια για να σε κάνει καταθλιπτικό. Στις αίθουσες την Πέμπτη 21 Ιούλη.
Ξεκινώντας με την εικόνα ενός «hopelessly depressed individual», στην επιστροφή της στην πίσω μεριά των καμερών μετά το Little Man Tate (1991), η Jodie Foster προσπαθεί να παντρέψει feelgood κωμωδία με δραματική ουσία, ακολουθώντας την ιστορία πετυχημένου διευθυντή παιχνιδοεταιρείας και πατέρα δυο γιων, που για άγνωστους λόγους (πέρα από μια υποννοημένη κληρονομικότητα) πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη και καταφεύγει στην αυτοκτονία. Μένει όμως μόνο στην απόπειρα, και ξυπνάει με έναν λούτρινο κάστορα κολλημένο στο χέρι του, να προσπαθεί να τον συνεφέρει ψυχολογικά, εκεί που απέτυχαν τα χάπια, οι γιατροί και τα βιβλία αυτοβελτίωσης.
Η ταινία άνοιξε ολέθρια στην Αμερική τον περασμένο Μάη, λίγο πριν τα ευρωπαϊκά της αποκαλυπτήρια στις Κάνες, επιβεβαιώνοντας αν θες τον κίνδυνο θάνατο που αποτελεί πλέον η διαλυμένη δημόσια εικόνα του Mel Gibson, για όποια ταινία την φιλοξενεί. Σε ό,τι τον αφορά πάντως, ο Gibson εδώ δείχνει να κάνει μια απόπειρα τσαλακώματος και κίνηση σχετικής μετάνοιας, όχι απλώς επιλέγοντας ένα ρόλο που ίσως να ταιριάζει και στην αναστατωμένη διανοητική κατάσταση που φαίνεται να τον έχει κυριεύσει τελευταία, αλλά κι ενσαρκώνοντάς τον με όση βαρύτητα του επιτρέπεται, προσπαθώντας να δώσει βάθος και ψυχολογική υπόσταση στην προσχηματικό τρόπο με τον οποίο σκιαγραφεί το σενάριο της Kyle Killen τις αυτοκτονικές τάσεις και τις ενδείξεις τσακισμένου ψυχισμού του.
Όχι ότι τον πολυ-αφήνει η Foster όμως, που παίρνει ένα θέμα βαρύ και βαθύ και το μετατρέπει σε ανάλαφρο τηλεοπτικό προϊόν για μεσημεριανή κατανάλωση σε ζώνη Σαββατοκύριακου, νερώνοντας με ανασφάλεια και αμερικανίστικη χαριτωμενιά υποπλοκής λυκειακού άγχους, τον πυρήνα της ιστορίας για έναν άντρα που αντιλαμβάνεται ότι ο μόνος τρόπος να φτιάξει τη ζωή του είναι να την γκρεμίσει, αλλά και πάλι δεν έχει κουράγιο να το κάνει, αν δεν έχει μια κούκλα να τον οδηγεί. Θα 'χε μια πλάκα παραπάνω, πάντως, αν η κατάθλιψη χτυπούσε και την κούκλα, που κανείς δεν την πιστεύει για αληθινή.