Τα περισσότερα σπίτια είναι μονώροφα, κατασκευασμένα από ξεραμένα λασπότουβλα κι έχουν ένα μόνο δωμάτιο. Εκεί κοιμούνται οι φαμίλιες: οι πατεράδες, στο κρεβάτι (αν υφίσταται), τα παιδιά στο πήλινο πάτωμα. Η ετοιμόρροπη, φαινομενικά, κατοικία των Ρούσεφ δεν αποτελεί εξαίρεση, παρόλο που, για την ακρίβεια, αντί για κρεβάτι διαθέτει την «πολυτέλεια» ενός παμπάλαιου ντιβανιού. Ούτε ίχνος άλλων «πολυτελειών», όπως νερό και τουαλέτα μέσα στο σπίτι, ούτε ψυγείο, κουζίνα κλπ.
Εξάλλου, μοναδική πηγή παροχής πόσιμου νερού στη γειτονιά είναι ο πλαστικός σωλήνας από τον οποίο το (φυσικά, απλήρωτο) νερό τρέχει συνεχώς. Η καλή είδηση είναι, ότι υπάρχει μπόλικη λάσπη για κατασκευή νέων κατοικιών. Ίσως παραπάνω, πολύ παραπάνω από μπόλικη, όπως είπε ντόπιος Ρομά, κατά τα λόγια του οποίου οι (χωματο)δρόμοι της γειτονιάς γίνονται ..βάλτος με κάθε ισχυρή βροχή. Τα ενδύματα και τα υποδήματα είναι ανεπαρκή έως ελάχιστα, ιδιαίτερα όσον αφορά τα μικρότερα μέλη της κοινότητας. Μπάνιο; Παραμένει «επτασφράγιστο μυστήριο». Πνευματική ζωή: Μόνο δορυφορική τηλεόραση, με συνδρομή 9 έως 15 λέβα το μήνα. Και, φυσικά, αρκετό τσίπουρο.
Πολλά από τα παιδιά είτε πάνε στο τοπικό σχολειό μόνο για να πάρουν το δωρεάν πρωινό, είτε δεν πάνε καθόλου. Κατά συνέπεια, ένα από τα πλέον πικρά παράπονα των Ρομά είναι η ακύρωση του μηνιαίου παιδικού επιδόματος για τα τέκνα τους, (από το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση της εκάστοτε οικογένειας), στην περίπτωση που το παιδί απουσιάζει πέντε μέρες ή περισσότερο από τα μαθήματα.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Βούλγαρου σχολιαστή Μάρτιν Καρμπόφσκι, η κοινότητα των Ρομά στο Νικολάεβο (όπως και οι περισσότερες αντίστοιχες κοινότητες στη Βουλγαρία) ζει όχι στον 21ο αλλά στο 18ο αιώνα του Καρόλου Ντίκενς και θυμίζει την ατμόσφαιρα του έργου, του Βρετανού κλασικού, «Όλιβερ Τουιστ».
Τι λένε, ωστόσο, οι ίδιοι οι κάτοικοι για το βίο τους και την επί χρόνια εξελισσόμενη υποτιθέμενη «κοινωνική ένταξη» τους; Στους «μαχαλάδες» τους είναι από δύσκολο έως αδύνατον να πάρει κανείς συνέντευξη από έναν και μόνο συνομιλητή. Επειδή, σε άμεση εκδήλωση της συνοχής και της αλληλεγγύης που διακρίνουν την κοινότητα, αμέσως προσέρχονται και άλλοι που παρεμβαίνουν στη συζήτηση.
Ο καθένας λέει τον πόνο του... Έτσι συνέβη και στο Νικολάεβο, όπου οι δημοσιογράφοι και τα τηλεοπτικά συνεργεία πήγαν να διαπιστώσουν πως ζουν και τι λένε για την υπόθεση της μικρής Μαρίας οι συγχωριανοί των βιολογικών γονέων. Τους οποίους οι βουλγαρικές αρχές είχαν απομονώσει σε άγνωστη διεύθυνση την περασμένη Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου, όταν δόθηκαν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα των εξετάσεων "DNA" του ανδρόγυνου.
«Όταν δεν έχουμε λεφτά, έτσι κάνει ο κόσμος. Και τώρα μόνο αρχίζουμε (αρχίζουμε – σ.σ.)», δήλωσε ο νεαρός ρομά σε απάντηση ερώτησης γιατί πουλάνε τα παιδιά τους στην Ελλάδα, μερικές γυναίκες Ρομά.
Σε άλλη ερώτηση για το τι έχουν απογίνει, το μεγάλο ερειπωμένο εργοστάσιο -το οποίο κοιτάει με τα τυφλωμένα «μάτια» των σπασμένων παράθυρων του στην είσοδο του χωριού, όπου κείτεται το... «κουφάρι» της πρώην βιομηχανικής μονάδας - όπως και τα διπλανά μεγάλα θερμοκήπια ,από τα οποία έχουν απομείνει μόνο οι σιδερένιοι «σκελετοί» δίπλα του, ο ανώνυμος ρομά απάντησε στα «σπαστά» Ελληνικά του:«Κλειστό, κλειστό. Όλα έχουν κλείσει εδώ και 15-20 χρόνια. Όλα έχουν πεθάνει...».
«Δουλειά δεν έχουμε. Για δώδεκα λέβα (έξι ευρώ) μεροκάματο πάει να δουλεύει δώδεκα ώρες στα καπνά ο κόσμος», προσθέτει άλλος Τσιγγάνος.«Πάμε για σίδερα, για σίδερα μόνο» προσθέτει άλλος νεαρός Ρομά. Αναφερόμενος στη δυναμική δραστηριοποίηση των ομοεθνών του στον κλάδο της ανακύκλωσης των παλιοσίδερων και λοιπών μέταλλων στις περασμένες δύο δεκαετίες. Στη Βουλγαρία, αλλά και στη Βόρεια, κατά κύριο λόγο, Ελλάδα...
«Πως είναι δυνατόν αυτό το πράγμα; Υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν δισεκατομμύρια ολόκληρα κάθε μήνα. Μπορεί, όμως, κάποιος να ζήσει με τριάντα λέβα (δεκαπέντε ευρώ) το μήνα, όσο δίνει το κράτος για επίδομα ενός παιδιού;» αναρωτιούνται οι Ρομά.
Εξάλλου, οι προαναφερόμενοι προβληματισμοί για τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως φαίνονται από την σκοπιά της Τσιγγάνικης γειτονιάς του Νικολάεβο, απασχολούν έντονα και τους οκτακοσίους χιλιάδες συνταξιούχους της Βουλγαρίας.
Η κ.Γένα Αντόνοβα, τα λόγια της οποίας προσπαθούμε να μεταφέρουμε έτσι, όπως μας τα είπε, παρόλο που δεν χαϊδεύουν το αυτί, αλλά είναι πικρά, παρενέβη στη «συλλογική συνέντευξη» μας μόλις όταν είπα να φύγω, για να βοηθήσω τους Έλληνες συναδέλφους να συνεννοηθούνε με την διευθυντή της αρμόδιας διεύθυνσης της δημόσιας Αρχής Κοινωνικής Υποστήριξης στο διοικητικό κέντρο της περιφέρειας Στάρα Ζαγορά, που είχε έρθει επί τόπου για επιθεώρηση.
Όταν η συζήτηση έρχεται στο ρόλο των κοινωνικών λειτουργών η ηλικιωμένη κα Αντόνοβα αντιδρά σαν «ταύρος σε κόκκινο πανί».«Ψέματα, ψέματα, λένε. Μας είπαν, ότι έχουν στείλει πολλά λεφτά για μας στον δήμαρχο. Ψέματα! Γιατί δεν έρχονται εδώ να τα μοιράσουν , σπίτι με σπίτι;».
Συνοψίζοντας, με τον τρόπο αυτό, την ουσία των προβληματικών σχέσεων (εδώ και πολλά χρόνια...) των Αθιγγάνων με την εκάστοτε Εξουσία, η ηλικιωμένη γυναίκα προχωράει, με άγριο πάθος, στο επίμαχο θέμα της εμπορίας βρεφών.«Αν θέλουν πράγματι να μας βοηθήσουν, να δώσουν σε κάθε παιδί λεφτά για ρούχα, για παπούτσι, για τσάντα, για σχολείο...Θα πήγαινα εγώ Ελλάδα αν δεν το είχα ανάγκη; Όταν δεν έχω λεφτά, τι να κάνω; Πέντε παιδιά να είχα, θα τα πούλαγα και τα πέντε. Γιατί; Γιατί δεν έχω να φάω...».
Και συνέχισε λέγοντας:«Αν κλέβω, ο άνδρας μου θα πάει φυλακή. Αν κλέψω, θα με κλείσουν φυλακή και μένα. Καλύτερα να μείνω νηστικιά σπίτι, να αφήσω το παιδί σε'κεινη να το φροντίζει κι ας είναι για ένα κομμάτι ψωμί και μόνο... Δεν βλέπω εγώ να φταίει για κάτι εκείνη η γυναίκα (η μητέρα της μικρής Μαρίας Σάσα Ρούσεβα– σ.σ.). Το έδωσε το παιδί της, επειδή δεν έχει...».
Τι συμβαίνει, ωστόσο, με την υπόθεση του «ξανθού αγγέλου», σύμφωνα με τους Ρομά του Νικολάεβο;
Η προαναφερόμενη εντυπωσιακή ενότητα, συνοχή και αλληλεγγύη που βοήθησαν ανά τους αιώνες τους Τσιγγάνους να ξεπεράσουν όλους τους διωγμούς και τις δοκιμασίες της ιστορικής τύχης τους, δίνει το στίγμα της «κοινής γραμμής», με την οποία οι συγχωριανοί στηρίζουν την εκδοχή της Σάσα Ρούσεβα.
«Ήμουν μαζί της στη Λαμία όταν έμεινε έγκυος. Δουλεύαμε μαζί στις πιπεριές. Το παιδί της το άφησε στους Έλληνες Τσιγγάνους, επειδή δεν είχε λεφτά να το ταΐσει, ούτε να το πάει πίσω στη Βουλγαρία. Τώρα το αναγνώρισε στην τηλεόραση και το θέλει πίσω, όπως και όλοι εμείς, οι συγγενείς».
Αυτό είπε, σε γενικές γραμμές, η θεία της μικρής Μαρίας, το χρώμα του δέρματος της οποίας είναι αρκετά πιο ανοιχτό από εκείνο της αδερφής της Σάσα. Ίσως για αυτό και δεν μένει στον μαχαλά, αλλά στο βουλγαρικό μέρος του χωριού, όπως μας τόνισε με απροκάλυπτη υπερηφάνεια.
Την ίδια γραμμή κρατάνε, εξάλλου, και τα αδερφάκια, οι υπόλοιποι συγγενείς και γείτονες της οικογένειας της Μαρίας.
«Μαρία είναι αδερφούλα μου. Την περιμένω και προσδοκώ να έρθει εδώ να μείνει μαζί μας», μας είπε η 14χρονη αδερφή της Μαρίας, Μίνκα. Είχε εφοδιαστεί προκαταβολικά με αποκομμένη, από εφημερίδα, φωτογραφία του «ξανθού αγγέλου», ώστε να κάνει επίδειξη στις τηλεοπτικές κάμερες από Ελλάδα, Ολλανδία, Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία, που βρέθηκαν στο χωριό.
Την «ομερτά» έσπασε, ωστόσο, ο γαμπρός της οικογένειας Ρούσεφ, Γιάνκο, σύμφωνα με τον οποίο η Σάσα ήταν ήδη έγκυος, όταν ξεκίνησε για την Ελλάδα, πριν πέντε χρόνια. Ενώ όταν γύρισε είπε ότι το μωρό γεννήθηκε νεκρό στην Ελλάδα, σε απάντηση των ερωτήσεων των γειτόνων. Οι οποίοι, ωστόσο, αμέσως υποψιάστηκαν, ότι το νεογέννητο πουλήθηκε. Ακόμα περισσότερο, ότι η οικογένεια είχε λεφτά για να φάει τρεις με τέσσερις ολόκληρες εβδομάδες μετά την επιστροφή της από την Ελλάδα. Ενώ κάτι τέτοιο είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο για τους Ρομά του Νικολάεβο, όπως διηγήθηκε ο γαμπρός Γιάνκο στο βουλγαρικό Τύπο...
Πηγή: ΑΠΕ