Η εικόνα που έχουν οι δυτικοί για τη Βόρεια Κορέα είναι «στρεβλωμένη», υποστηρίζει η Φραγκίσκα Μεγαλούδη, η Ελληνίδα που ζει στην απομονωμένη αυτή χώρα. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μεγαλούδη είναι κατηγορηματική.
«Όχι, η εικόνα δεν είναι αντικειμενική» λέει και προσθέτει: «Υπάρχουν πολλές υπερβολές και συχνά και ανακρίβειες. Έχω διαβάσει πολλά γελοία θέματα, από το ότι δεν φοράνε οι γυναίκες παντελόνια μέχρι ότι τρώνε τα παιδιά τους. Γενικά η λέξη Βόρεια Κορέα σε ένα ρεπορτάζ πάντα δημιουργεί πάθη».
Δεν κρύβει το γεγονός ότι «υπάρχουν προβλήματα στη χώρα» και σημειώνει πως «τα έχουν καταγράψει οι εκθέσεις του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών». Συμπληρώνει όμως ότι «τελικά εκείνοι που πάντα πληρώνουν το τίμημα ειναι οι καθημερινοί άνθρωποι, ο απλός λαός».
Οι παρατηρήσεις της έχουν την βαρύτητά τους μιας και η κ. Μεγαλούδη, η οποία αυτή την εποχή γράφει ένα βιβλίο βασισμένο στις εμπειρίες της, δεν είναι τυχαία.
Αρχικά σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία Τέχνης στη Φιλοσοφική Αθηνών καθώς και Μεσαιωνική Ιστορία στη Γαλλία, ενώ συνέχισε με ένα μεταπτυχιακό από τη Σορβόνη στην Περιβαλλοντική Αρχαιολογία. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στην Αρχαιολογία - Αρχαιοβοτανική από την Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι και την Τουλούζη.
Δίδαξε στην Ελλάδα ως λέκτωρ στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του πανεπιστημίου Αιγαίου και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο Δυτικής Αυστραλίας στο Περθ. Έγραψε ένα βιβλίο για την ιστορία της διατροφής στην αρχαία Ελλάδα, πολυάριθμα άρθρα και έδωσε διαλέξεις.
Στη συνέχεια από τα ακαδημαϊκά έδρανα βρέθηκε σε ανθρωπιστικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή. Ηταν το 2007 όταν μετείχε σε αποστολή με τους Γιατρούς του Κόσμου, ως συντονίστρια προγράμματος στο Αμάν της Ιορδανίας. Το νέο πεδίο κέρδισε το ενδιαφέρον της και σταδιακά ακολούθησε τα ερευνητικά μονοπάτια και το ανθρωπιστικό ρεπορτάζ.
Το 2011, όταν μετακόμισε στην Ουγκάντα ξεκίνησε να ασχολείται με το ανθρωπιστικό ρεπορτάζ, με πρώτο θέμα την κακοποίηση των γυναικών και το AIDS. Ύστερα ως μέλος σε μια ελβετική ΜΚΟ εργάστηκε έναν χρόνο στο πλαίσιο ενός προγράμματος εκπαίδευσης για το τοπικό σχολείο. Στην καρδιά της «μαύρης Αφρικής» εγκαταστάθηκε με το γιο της τον Σεμπάστιαν.
Επόμενος σταθμός ήταν η Νοτιοανατολική Ασία. Εγκαταστάθηκε στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης όταν άρχισε η συνεργασία της με το πρακτορείο ανθρωπιστικών ειδήσεων του ΟΗΕ που ονομάζεται Irin News. Επισκέφθηκε αρκετές χώρες της περιοχής όπως το Λάος και τη Βιρμανία ενώ έχει κάνει αρκετές αναλύσεις ειδικά για το Μπαγκλαντές. Παράλληλα διατηρεί συνεργασία με ποικίλα μέσα ενημέρωσης, τη «Huffington Post», το Σπίγκελ, ελλαδικά μέσα ενημέρωσης, αλλά και το «Νέο Κόσμο» στην Αυστραλία.
Όπως εξηγεί στη Βόρεια Κορέα δεν εργάζεται.
«Είχε γραφτεί λάθος ότι είμαι ανταποκρίτρια στη Βόρεια Κορέα. Δεν είμαι ανταποκρίτρια κανενός στη Βόρεια Κορέα ούτε εργάζομαι για κάποιο δημοσιογραφικό μέσο που καλύπτει τη Βόρεια Κορέα, ούτε δίνω ανταποκρίσεις για τη χώρα, δεν κάνω καμία δημοσιογραφική δουλειά που να αφορά τη Βόρεια Κορέα.
Καταρχάς δεν έχω άδεια να κάνω τέτοια δουλειά εδώ και υπάρχει ήδη το ΑΡ, δυο κινέζικα πρακτορεία, ένα αραβικό και το ρώσικο. Εξακολουθώ να εργάζομαι για το ΙΡΙΝ, αλλά η δουλειά αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη Βόρεια Κορέα. Για παράδειγμα η τελευταία ανάλυση μου στο ΙΡΙΝ αφορούσε τη μεθοδολογία καταμέτρησης θυμάτων ύστερα από φυσικές καταστροφές και συρράξεις. Καμία σχέση με τη διαμονή μου στη Βόρεια Κορέα. Παράλληλα, ετοίμασα ένα ρεπορτάζ με τον συνεργάτη μου Στυλιανό Παπαρδέλα για το Spiegel -το οποίο αφορά στην οικονομική κρίση που έχει πλήξει τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα, ενώ κατά διαστήματα κάνω κάποια consultancy για τον ΟΗΕ εδώ. Ο σύζυγος μου εργάζεται εδώ στον ΟΗΕ».
Η Φραγκίσκα Μεγαλούδη επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βόρεια Κορέα τον Ιούνιο του 2012, και έμεινε για 2 μήνες. Ξαναπήγε τον Οκτώβριο του 2012 για 3 εβδομάδες αλλά έπειτα γύρισε πίσω στην Μπάνγκοκ όπου εργαζόταν στο γραφείο ανθρωπιστικού ρεπορτάζ του ΟΗΕ, IRIN. Συνεχόμενα βρίσκεται στην χώρα αυτή από τον Φεβρουάριο του 2013 και όπως λέει η καθημερινότητα της είναι απλή:
«Γενικά η ζωή εδώ είναι απλή για όλους μας, ακόμα και για εμάς που είμαστε ξένοι και δεν έχουμε τις υποχρεώσεις των ντόπιων. Πηγαίνω με το ποδήλατο τον 4 ετών γιο μου στο σχολείο του και μετά μπορώ να ασχοληθώ με τις δικές μου δουλειές για το IRIN ή οτιδήποτε άλλο ετοιμάζω. Μου αρέσει πάρα πολύ να περπατάω στην πόλη ή να κυκλοφορώ με το ποδήλατο και προσπαθώ όσο γίνεται να "ζω" τη ζωή της Πιονγκγιάνγκ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ψωνίζω στην τοπική αγορά -πλέον δεν υπάρχουν περιορισμοί και οι ξένοι μπορούμε να αλλάξουμε ευρώ σε τοπικό νόμισμα όσο συχνά θέλουμε (η αναλογία είναι ένα ευρώ για 10,000 Γουόν, αλλά υπάρχουν δυο διαφορετικές ισοτιμίες).
Χρησιμοποιώ τους δημόσιους χώρους, όπως για παράδειγμα τις δημοτικές πισίνες μαζί με τους ντόπιους, και φυσικά πηγαίνω πάντα το γιο μου σε παιδικές χαρές μέσα στην πόλη όπου μπορεί να παίζει με ντόπια παιδάκια. Κάποιες φορές ταξιδεύω και εκτός Πιονγκγιάνγκ, πρόσφατα γύρισα από μια επίσκεψη με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις νότιες επαρχίες» λέει.
Όσον αφορά τη διαμονή η κ. Μεγαλούδη σημειώνει πως υπάρχουν κάποια προβλήματα και διευκρινίζει:
«Όλοι οι ξένοι-εκτός από τους Ρώσους και τους Κινέζους που μένουν σε άλλη τοποθεσία- μένουμε στο λεγόμενο διπλωματικό χωριό, στο οποίο βρίσκονται και οι πρεσβείες και οι διεθνείς οργανισμοί. Ακούγεται εντυπωσιακό αλλά δεν είναι καθόλου. Πρόκειται για παλιές πολυκατοικίες σοβιετικού τύπου, πολυώροφες χωρίς ασανσέρ και με αρκετά προβλήματα. Εγώ μένω στον 5ο όροφο, στην ουσία όμως είναι ο 10ος όροφος. Το αν το διαμέρισμα θα είναι καλό ή όχι είναι καθαρά θέμα τύχης, καθώς εμείς δεν επιλέγουμε τίποτα. Τα διαμερίσματα τα δίνει το υπουργείο εξωτερικών στους ξένους. Πληρώνουμε ενοίκιο φυσικά στην κυβέρνηση. Δεν έχουμε καμία ιδιαίτερη προνομιακή μεταχείριση. Το διαμέρισμα που μένω πχ έχει πολλά προβλήματα με τα υδραυλικά, δυστυχώς αρκετές κατσαρίδες (όπως όλα σχεδόν) και φυσικά έχουμε κι εμείς καθημερινές διακοπές νερού (συχνά πολύωρες) και ηλεκτρικού (τελευταία όμως όλο και πιο σπάνιες). Το μεγάλο μας προνόμιο θα έλεγα ότι είναι η κεντρική θέρμανση. Δυστυχώς μόνο ένα 7% των διαμερισμάτων στην Βόρεια Κορέα έχουν κεντρική θέρμανση».
Όσον αφορά όμως τα αγαθά φαίνεται πως δεν υπάρχει πρόβλημα, υπάρχουν ακόμα και δυο ελληνικά προϊόντα, όπως μας λέει η κ. Μεγαλούδη:
« Στην Πιονγκγιάνγκ και στις μεγάλες πόλεις υπάρχουν τα πάντα. Μπορείς να αγοράσεις ότι θέλεις. Το πρόβλημα είναι φυσικά οι τιμές καθώς όλα είναι υπερεκτιμημένα και κοστίζουν 5 φορές πιο ακριβά. Στο σούπερ-μάρκετ -εδώ να πω ότι τα σούπερ-μάρκετ είναι κοινά σε όλους, δεν υπάρχουν ειδικά σούπερ- μάρκετ για ξένους- είδα ελληνικό λάδι από τη Σπάρτη και χυμούς Φλώρινα».
Κατά την ίδια, το επίπεδο διαβίωσης στη Βόρεια Κορέα βελτιώνεται ακόμα και στις επαρχίες.
«Υπάρχει περισσότερο φαγητό» μας λέει και προσθέτει ότι «ο κόσμος ντύνεται καλύτερα και η οικονομία έχει και έναν ρυθμό ανάπτυξης 1.3%. Παράλληλα υπάρχει και μια δυναμική μεσαία τάξη που αριθμεί πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους. Η σοδειά φέτος ήταν πολύ καλή, υπάρχουν περισσότερα αγαθά διαθέσιμα και όλο και περισσότερες πρωτοβουλίες. Μάλιστα στις 15 και 16 Οκτωβρίου έγινε και ένα συνέδριο όπου πανεπιστημιακοί και οικονομολόγοι από τις ΗΠΑ, τον Καναδά -το πανεπιστήμιο του Βανκούβερ ήταν συνδιοργανωτής- την Ευρώπη, αλλά και την Ασία, συναντήθηκαν στην Πιονγκγιάνγκ για να συζητήσουν πως μπορεί η οικονομία να γίνει ανταγωνιστική. Δεν ξέρω αν θα αποδώσει καθώς η ανάπτυξη και το πυρηνικό πρόγραμμα δύσκολα συμβαδίζουν αλλά ήταν ένα μεγάλο βήμα.
Μπορώ λοιπόν να πω ότι ναι το επίπεδο διαβίωσης ανεβαίνει. Όμως όταν λέμε ποιότητα ζωής μιλάμε μόνο με οικονομικούς όρους; Εάν το δούμε στενά οικονομικά χάνουμε τη μεγάλη εικόνα. Υπάρχουν πολλοί δείκτες που ορίζουν την ποιότητα της διαβίωσης. Σίγουρα είναι η ικανοποίηση βασικών αναγκών, όμως είναι και η ελευθερία έκφρασης, κίνησης, η θρησκευτική ελευθερία, οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και στην υγεία, η ασφάλεια και η έλλειψη διώξεων. Σε αυτά πρέπει πρώτα να απαντήσουμε και μετά μπορούμε να μιλήσουμε για το επίπεδο διαβίωσης σε μια χώρα, είτε είναι η Βόρεια Κορέα, είτε είναι οποιαδήποτε άλλη».
Τέλος η ίδια δηλώνει πως δεν νοιώθει αποκομμένη από τον έξω κόσμο και διευκρινίζει:
«Έχω συνεχή πρόσβαση στο διαδίκτυο, μέσα από το δίκτυο του ΟΗΕ. Οι ντόπιοι δεν έχουν διαδίκτυο, αλλά το λεγόμενο intranet που τους συνδέει με βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο, με βάσεις δεδομένων και διεθνείς δημοσιεύσεις (πχ το τμήμα ιατρικής είναι συνδεδεμένο με το pubimed). Όμως μέχρι εκεί. Πλέον η χρήση κινητών είναι διαδεδομένη, υπάρχουν 2,5 εκατομμύρια χρήστες κινητών στη χώρα, μεγάλος αριθμός αν σκεφτεί κανείς ότι μέχρι πριν 2 χρόνια κινητό τηλέφωνο δεν είχε κανείς. Έχει ενδιαφέρον ότι το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας ανήκει κατά 75% στην αιγυπτιακή Orescom και το υπόλοιπο στην κυβέρνηση.
Τα μέσα ενημέρωσης είναι συγκεκριμένα. Η κρατική εφημερίδα Rodong Sinmun είναι και το βασικό μέσο πληροφόρησης μαζί με τα τηλεοπτικά κανάλια. Εδώ να πω ότι την άνοιξη για πρώτη φορά η κρατική τηλεόραση έδειξε και την πρώτη διαφήμιση μπύρας».