Ο Στεφάν Λασμέ, ο παίκτης του Παναθηναϊκού, παραδίδει μαθήματα ζωής. Σε μια συνέντευξη-ποταμό σε αθλητική εφημερίδα, ο αθλητής του μπάσκετ αφηγείται πώς από μια μικρή πόλη στη Γκαμπόν κατάφερε και επιβίωσε από την ελονοσία, να ταξιδέψει στην Αμερική και πλέον να κατακτά τίτλους στο μπάσκετ.
Η συνέντευξη του Λάσμε στην εφημερίδα «Goal»:
«Η οικογένειά μου είχε 5 παιδιά. Οταν η μητέρα μου παντρεύτηκε ξανά, ο πατέρας μου, ο πατριός μου, δηλαδή, είχε άλλα πέντε παιδιά. Κι έτσι χρειάστηκε να μείνουμε 12 άνθρωποι σε ένα σπίτι. Ηταν δύσκολο. Μέχρι που έφυγαν οι τρεις αδελφές μου να σπουδάσουν και μείναμε επτά παιδιά. Η οικονομία της Γκαμπόν στηρίζεται στο πετρέλαιο. Υπάρχουν χρήματα, αλλά παραμένουν στα χέρια των λιγοστών. Καταλαβαίνεις...», ανέφερε αρχικά.
«Εμείς είχαμε πολλά σκαμπανεβάσματα. Θυμάμαι στο λύκειο υπήρξαν τρεις μήνες που δεν τρώγαμε τίποτα. Μόνο το χορταρικό που είναι το σήμα κατατεθέν της Γκαμπόν. Η κασάβα. Οι άνθρωποι τρώνε τις ρίζες του. Ξέρεις κάτι, όταν επί τρεις μήνες τρως κασάβα πρωί μεσημέρι, βράδυ, σημαίνει ότι πεινάς πραγματικά. Οτι έχεις πρόβλημα. Αλλά δεν είχαμε να φάμε τίποτα άλλο. Εμείς, κάποιες φορές ήμασταν καλά και κάποιες άλλες άσχημα. Ανάλογα με τις περιόδους. Στην Γκαμπόν όμως, όταν είσαι στα κάτω σου, φίλε μου, είσαι πραγματικά κάτω! Οπως όλα τα παιδιά του σχολείου ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο, αλλά πήρα πολύ γρήγορα μπόι και το εγκατέλειψα. Μία μέρα, ένας φίλος μου, είπε ότι με είχε δει στο δρόμο κάποιος κύριος Μάξουελ, που ήταν προπονητής μπάσκετ. Ηθελε να με συναντήσει. Ημουν ήδη 14-15 ετών», πρόσθεσε.
Τον διέκοψα... «Α, ξεκίνησες αρκετά μεγάλος λοιπόν το μπάσκετ...». Με κοίταξε με νοσταλγία: «Μακάρι να το είχα αρχίσει νωρίτερα».
Συνέχισε: «Μέχρι τότε δεν είχα ακουμπήσει ποτέ την μπάλα του μπάσκετ. Εκτός από μία φορά. Οταν ήμουν, αν θυμάμαι καλά, 8 ετών. Σε εκείνο το γηπεδάκι που είδες στη φωτογραφία, μία από τις αδελφές μου έκανε προπόνηση βόλεϊ. Μία μέρα την ακολούθησα κι όσο εκείνη έκανε προπόνηση, είδα μία μπάλα του μπάσκετ και την πήρα στα χέρια μου. Επαιζα επί δύο ώρες. Ξέρεις, πότε κατάφερα να βάλω καλάθι. Λίγο πριν φύγουμε για το σπίτι... »άσε δεν είναι για σένα αυτό« είπα στον εαυτό μου». Αυτή τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Σε αυτό το γηπεδάκι, που λες, έκανα κι εγώ τις πρώτες προπονήσεις μου. Αλλά και το πρώτο κάρφωμα».
«Στην πρώτη προπόνηση;« τον ρώτησα. »Αστειεύεσαι; Οχι βέβαια. Μου πήρε καιρό. Ξέρεις γιατί; Διότι αν θα το επιχειρούσα, ήθελα να ήμουν σίγουρος ότι θα πετύχω και ότι δεν θα γίνω ρεζίλι στα υπόλοιπα παιδιά. Και τα κατάφερα».
Τον προσέγγισα με τη βοήθεια του υπεύθυνου επικοινωνίας του Παναθηναϊκού στο αεροδρόμιο του Ρεθύμνου... «Θα ήθελα να μου μιλήσει για εκείνα τα χρόνια» του είπα. «Ξέχνα το μπάσκετ, τα τρόπαια και τα καρφώματα. Μόνο για εκείνες τις ημέρες, το γηπεδάκι, το σπίτι σου στην Γκαμπόν». Ο Στεφάν Λάσμε είναι ο πιο εξωστρεφής άνθρωπος με τους φίλους του: «Μου αρέσει να τους κάνω να γελάνε». Με τους άγνωστους είναι εσωστρεφής. «Για πες μου, υπάρχει κανείς που να ασχολείται με την Αφρική;» με ρώτησε. «Είναι ώρα» του απάντησα. Το επόμενο πρωινό καθόταν απέναντί μου. Η διήγηση άρχιζε. «Η οικογένειά μου δεν ήταν πλούσια, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι και οι δύο γονείς μου εργάζονταν. Η μητέρα μου είχε την οικονομική διαχείριση προμηθειών σε ένα νοσοκομείο, ενώ ο πατέρας μου, ο πατριός μου δηλαδή, απασχολούνταν στη μοναδική πετρελαϊκή εταιρεία της χώρας. Ζούσαμε στο Πορτ Τζεντίλ (Port Gentil) της Γκαμπόν» είπε...
Η αναφορά στη λέξη πατέρας γινόταν συνεχώς με τη διόρθωση πατριός. Επιμονή, αν όχι εμμονή.
- «Πότε έχασες τον φυσικό πατέρα σου;» ρώτησα με... διακριτικό θράσος.
- «Ε... Πρέπει να ήμουν 3-4 ετών».
Αρπαξε το i pad. Αμέσως. Να ασχοληθεί με κάτι. Να ξεχαστεί. Δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να ψελλίσει μερικές λέξεις. Η φωνή του ακουγόταν σπασμένη, αλλά δεν είχα καταλάβει. Ηθελε να νικήσει τον εαυτό του. Ηττήθηκε. Γύρισε το κεφάλι του στην αντίθετη πλευρά από τη δική μου. Εβαλε τον αντίχειρα και τον δείκτη στα μάτια του, αυθόρμητα, όπως κάνουμε για σταματήσουμε μία νωπή πληγή να αιμορραγεί. Εβγαλε μία κραυγή απόγνωσης. Οχι δυνατή, κάθε άλλο. Συναισθηματική. Μάζεψε τα πράγματά του και αποχώρησε με αργό βήμα προς το σκοτάδι. Εκεί όπου τον έβλεπε μόνο ο Θεός. Φορώντας τα γυαλιά ηλίου.
Το κουβάρι ξετυλιγόταν, αργά, αλλά με τεράστιο ενδιαφέρον... «Και ξεκίνησες να παίζεις μπάσκετ λοιπόν... Είχες προβλήματα από το σπίτι σου;». Δεν έχω ιδέα για ποιον λόγο τον ρώτησα. Η απάντησή του ήταν καταιγιστική σε συναίσθημα και ανατριχίλα. Με κοιτάει στα μάτια. «Δεν έχεις ιδέα πόσα προβλήματα είχα» απάντησε. Δεν τον διέκοψα. «Ο πατέρας μου, ο πατριός μου, σιχαινόταν το μπάσκετ. Πίστευε ότι σχολείο και αθλητισμός δεν πάνε μαζί».
- «Και...;».
- «Συνέχισα να πηγαίνω προπόνηση».
- «Χωρίς να το ξέρει ο πατέρας σου;».
- «Οχι. Οταν το καταλάβαινε όμως... Μάντεψε».
- «Τι έκανε;».
- «Με άφηνε να κοιμάμαι έξω από το σπίτι. Εχω κοιμηθεί έξω από το σπίτι μέχρι τρεις συνεχόμενες ημέρες. Φίλε, το πρόβλημα δεν είναι να κοιμάσαι έξω. Το πρόβλημα στην Αφρική είναι ότι έχει κουνούπια. Μεγάλα κουνούπια. Πέντε φορές προσβλήθηκα από ελονοσία εξαιτίας αυτής της επιμονής του. Και της δικής μου. Για ένα διάστημα νοσηλεύτηκα πολλές μέρες με πολύ σημαντικό πρόβλημα εξαιτίας της μαλάριας (ελονοσίας)».
- «Κινδύνεψες;»
- «Στην Γκαμπόν κάθε χρόνο πεθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι από μαλάρια παρά από AIDS. Ο θάνατος καιροφυλακτούσε παντού κάθε φορά που κοιμόμουν έξω. Επέζησα γιατί ήμουν τυχερός. Επειδή η μητέρα μου δούλευε στο νοσοκομείο».
- «Επέμεινε και μετά από αυτό;».
- «Δεν σταμάτησε ποτέ. Αν ήθελα να πηγαίνω προπόνηση, ήξερα ότι το βράδυ θα κοιμόμουν έξω από το σπίτι».
Ο Στεφάν Λάσμε είναι πλέον μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες της Γκαμπόν κι έγινε ο πρώτος παίκτης από τη χώρα του που έπαιξε στο ΝΒΑ. Η ιστορία του είναι πια γνωστή σε όλη τη χώρα. Από την προηγούμενη Παρασκευή ο Λάσμε είναι το κεντρικό πρόσωπο στην εκστρατεία που κάνει το υπουργείο Υγείας της Γκαμπόν κατά της μαλάριας, που αφανίζει περίπου 1 εκατ. ανθρώπους ετησίως. Ο ίδιος ήταν τυχερός! Πολύ τυχερός!