Για την πολιτική αναταραχή που έχει ξεσπάσει στην Ελλάδα και την άνοδο της Χρυσής Αυγής γράφει ο γνωστός οικονομολόγος Κώστας Λαπαβίτσας, ο οποίος αναλύει και εξηγεί το οικονομικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο «πάτησε» και εξαπλώθηκε.
Σε άρθρο του στο προσωπικό του ιστολόγιο, ο κ. Λαπαβίτσας αναφέρει πως η πολιτική αναταραχή που προέκυψε τον Σεπτέμβριο, ήταν απολύτως προβλέψιμη, «αρκεί κανείς να μην έκλεινε τα μάτια του στις εξαιρετικά τεταμένες κοινωνικές συνθήκες που έχουν από καιρό φέρει την πολιτική ζωή σε κατάσταση ανωμαλίας. Η ομαλότητα που διακηρύσσει ο κ. Σαμαράς δεν υπάρχει, ούτε και θα επιστρέψει εύκολα. Στη ρίζα της αναταραχής είναι η οικονομική καταστροφή που έχουν προκαλέσει τα Μνημόνια».
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία
Στη συνέχεια, παραθέτει διάγραμμα της ΕΛΣΤΑΤ το οποίο παρουσιάζει την μεταβολή των μισθών στην ελληνική οικονομία και αναλύει: «Το 2007 και το 2008 οι μισθοί ανέβηκαν αρκετά. Ήταν η εποχή των οικονομικών θριάμβων εντός του ευρώ, του φθηνού δανεισμού, της πλαστής ευημερίας, όταν χάθηκε ο έλεγχος από πλευράς ιθυνόντων. Ακολούθησαν δύο χρόνια ουσιαστικής στασιμότητας, το 2009 και 2010, καθώς η παγκόσμια οικονομία πέρασε σε ύφεση και η κρίση της Ευρωζώνης άρχισε να θεριεύει.
«Η Ελλάδα στην εποχή του Μνημονίου- Ετσι ανέβηκε η Χρυσή Αυγή»
Και μετά ήρθε η μνημονιακή καταστροφή. Οι συνολικοί μισθοί έπεσαν περίπου 20% το 2011-13 και η πτωτική τάση τους παραμένει εντονότατη και σήμερα. Η μισθολογική κατάρρευση ήταν φυσικά δημιούργημα των Μνημονίων με στόχο να ανέβει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Πίσω από την κατάρρευση βρίσκεται η τεράστια ανεργία.
Μια μείωση μισθών τέτοιου μεγέθους φέρνει κατακλυσμό στη ζωή των νοικοκυριών γιατί τσακίζει το διαθέσιμο εισόδημα. Επιπλέον, τα δάνεια που είχαν προηγουμένως πάρει γίνονται βρόχος στο λαιμό τους, χωρίς να φταίνε οι δανειζόμενοι. Πολύ φυσιολογικά η κατανάλωση υποχωρεί συνεχώς (το δεύτερο τρίμηνο του 2013 η μείωση ήταν 6,3%), ενώ συσσωρεύονται τα επισφαλή δάνεια και οι τράπεζες διακόπτουν τη ροή νέων πιστώσεων. Άρα η ύφεση βαθαίνει και η ανεργία αυξάνεται.
Θα μου πείτε, μα αφού έπεσαν οι μισθοί, δεν θα επενδύσουν περισσότερο οι κεφαλαιούχοι και δεν θα αυξηθούν οι εξαγωγές; Δεν υπάρχει απολύτως καμία βεβαιότητα γι' αυτό. Οι επενδύσεις εξαρτώνται από πολλούς και απρόβλεπτους παράγοντες, όχι μόνο τους μισθούς. Στην Ελλάδα της ύφεσης, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, έχουμε επενδυτική κατάρρευση που δε δείχνει σημεία αντιστροφής. Το δεύτερο τρίμηνο του 2013 οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 11%. Όσο για τις εξαγωγές, για τις οποίες τόσα ακούστηκαν, έχουν ελάχιστο δυναμισμό γιατί η ευρωπαϊκή οικονομία παραδέρνει και το ευρώ είναι πολύ ακριβό.
Αν λοιπόν παραβλέψει κανείς τη μόνιμη αισιοδοξία του κ. Στουρνάρα και τις χαρούμενες εκθέσεις των τραπεζικών ερευνητών, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας παραμένει εξαιρετικά δύσκολη. Η ανάκαμψη, όταν θα έρθει, θα είναι αργή και ασταθής. Για τους καθημερινούς ανθρώπους αυτό μεταφράζεται σε ανεργία, πτώση της κατανάλωσης, φόρους, αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας. Καταλύονται οι όροι της καθημερινής ζωής».
Τα αίτια της ανόδου της ακροδεξιάς- Δεν φταίει μόνο το Μνημόνιο
Κατά τον γνωστό οικονομολόγο, η πολιτική αναταραχή ήταν αναμενόμενη, καθώς «δεν υπάρχει σύγχρονη αναπτυγμένη κοινωνία που θα είχε σηκώσει τέτοια πτώση των μισθών χωρίς εντονότατες κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες. Είναι επόμενο τα λαϊκά στρώματα να αναζητήσουν δραστικές λύσεις». Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο η οικονομική καθίζηση για την άνοδο της ακροδεξιάς σύμφωνα με τον κ. Λαπαβίτσα ο οποίος παραθέτει και μια σειρά αιτιών οι οποίες συνετέλεσαν στην έκρηξη των ποσοστών της Χρυσής Αυγής: «Πρέπει κανείς να συνυπολογίσει τη μεταναστευτική έκρηξη χωρίς σχέδιο, την καταρράκωση των αξιών, τη διαφθορά, την αίσθηση εθνικής ταπείνωσης και πολλά άλλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι το πρόβλημα ξεκινάει από την απελπισία που φέρνει η συντριβή του εισοδήματος και από την ασφυξία που πνίγει τη ζωή των εργαζομένων».
Κλείνοντας, ο κ. Λαπαβίτσας σημειώνει: «Το 2010, όταν η Ελλάδα έπρεπε να διαλέξει, οι υπέρμαχοι της 'εσωτερικής υποτίμησης' και της παραμονής στο ευρώ αρνήθηκαν πεισματικά να αναγνωρίσουν τον κίνδυνο. Σήμερα η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με τα επίχειρα του ιστορικού αυτού σφάλματος».