Φτιαγμένα από τσίγκο και παλαιότερα από πηλό, με «αυτάκια» κι ένα χερούλι τα κουνέτα, όπως είναι γνωστά, αποτέλεσαν τα τάπερ της εποχής που έπαιρναν τα παιδιά στο σχολείο, καθώς και οι εργάτες και οι βοσκοί στα όρη της Κρήτης.
Το κουνέτο συντρόφευε κάθε μαθητή στο σχολείο κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60 και όχι μόνο. Οι γυναίκες τοποθετούσαν εκεί το φαγητό για τους εργάτες αλλά και για τους άνδρες τους, που πήγαιναν στα όρη. Είχαν διαφορετικά μεγέθη και τα πιο μικρά τα κρατούσαν οι μαθητές.
Σήμερα υπάρχουν ελάχιστα πια. Οι περισσότερες τα πέταξαν, μερικά όμως βρίσκονται ακόμα σε παλιά σπίτια που κρατούν στις αποθήκες κάτι από το παρελθόν: Είτε τσικάλια είτε μεγάλα καζάνια είτε κτιστά καζάνια (καζανιάστρες) όπου τυροκομούσαν το γάλα τους οι κτηνοτροφικές οικογένειες.
Σε ένα σπίτι στο Μελιδοχώρι όπου ακόμα φυλάσσονται παλιά αντικείμενα υπάρχει και το παλιό κουνέτο, που ίσως σε μερικούς ξυπνήσει τις παιδικές αναμνήσεις.
Η κ. Ακριβή Καράτζη έντονα θυμάται τις ιστορίες που πέρασε μαζί με το κουνέτο της. Η μητέρα της αξημέρωτα ξυπνούσε για να φτιάξει φαγητό για όλα της τα παιδιά, τις δεκαετίες του '50 και μέχρι τις αρχές του '60, πριν το συσσίτιο εμφανιστεί στα σχολεία. Μην ξεχνάμε πως ηλεκτρικό μέχρι και τη Χούντα στα χωριά δεν υπήρχε, ούτε όλες οι ανέσεις της σημερινής εποχής, που έχουν φέρει άλλα δεδομένα στη φύλαξη των τροφίμων.
Η ανατολή και η δύση καθόριζε τα ωράρια της οικογένειας. Με το πρώτο φως της ημέρας ξυπνούσαν οι μαμάδες για να «στέσουν το τσικάλι». Στις κτηνοτροφικές οικογένειες κυριαρχούσαν γεύματα με κρέας, πατάτες, όσπρια και κηπευτικά από τους κήπους.
Ζύμωναν οι γυναίκες, έκαναν τα ψωμιά και τα παξιμάδια, τυροκομούσαν και τα παιδιά είχαν και ένα κομμάτι τυρί. Ενώ εάν η μαμά είχε κέφια που (συνήθως είχε) έφτιαχνε και τηγανίτες!
Τα παιδιά από το Μελιδοχώρι που πήγαιναν τότε στο σχολείο, ξεκινούσαν το πρωί όλα μαζί για να περπατήσουν (όχι σε άσφαλτο) ένα χιλιόμετρο για να πάνε στο δίπλα χωριό, στα Δαμάνια. Η απόσταση δεν ήταν τόσο το πρόβλημα - άλλωστε περπατούσαν και περισσότερα χιλιόμετρα! Το πρόβλημα ήταν ο ποταμός ή μάλλον οι ποταμοί.
Κτιστό καζάνι ή αλλιώς καζανιάστρα στο πίσω μέρος το σπιτιού είχε γίνει η διαμόρφωση για να ανάβει φωτιά και να ζεσταίνει το γάλα
Τρεις ποταμούς διέσχιζαν κι όταν έβρεχε και φούσκωνε, όποιος μεγάλος είχε μείνει πίσω στο χωριό με το μουλάρι πήγαινε και έπαιρνε δυο δυο τα παιδιά, για να μην τα παρασύρει ο ποταμός. Και έκανε αυτό το δρομολόγιο όσες φορές χρειαζόταν για πάνε όλα στα σπίτια τους σώα και αβλαβή.
Η κ.Ακριβή, που ακόμα κρατά στη μνήμη της, τη μυρωδιά που ανέδυε το κουνέτο της, θυμάται πως όταν έφτανε στα Δαμάνια και πριν πάει στο σχολείο όπου καθόταν όλη μέρα, αφού είχε δυο βάρδιες, κρεμούσε το τσίγκινο ταπεράκι της, στο μεσοδόκι μιας αποθήκης.
Πηγή: madeincreta