«Σκεφτείτε έναν Αθηναίο που λείπει στο εξωτερικό για δυο εβδομάδες και επιστρέφει στην πόλη του στις 28 Σεπτεμβρίου. Ο ταξιδιώτης μας έφυγε πριν την δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την αφύπνιση των αρχών κατά της νεοναζιστικής απειλής, που οδήγησε στη σύλληψη του ηγέτη της Χ.Α. Νικόλαου Μιχαλολιάκου...».
Με αυτό τον μυθιστορηματικό σχεδόν τρόπο προλογίζουν το άρθρο τους στην βρετανική εφημερίδα Guardian οι Κώστας Δουζίνας (καθηγητής δικαίου στο Λονδίνο), Χαράς Κούκη (ιστορικός και συνεργάτιδα του ΕΛΙΑΜΕΠ) και Αντώνης Βραδής (γεωγράφος και ακτιβιστής).
Γράφουν:
Αρχικά, ο ταξιδιώτης μας θα αντιδράσει με ενθουσιασμό και έκπληξη: μετά τη δολοφονία του Φύσσα, η στάση των αρχών άλλαξε δραματικά. Κι όμως, οι αρχές διέθεταν εδώ και πολύ καιρό λεπτομερείς πληροφορίες για τις εγκληματικές δραστηριότητες της οργάνωσης. Είχαμε καθημερινά επεισόδια ρατσιστικής βίας, που καλύπτονταν εκτενώς από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), από τις εγχώριες και τις διεθνείς μη-κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) και τη γενική διεύθυνση της «ευρωπαϊκής επιτροπής» για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η αλήθεια είναι πως πολλοί στην Ελλάδα είχαν εξοικειωθεί με τη ρατσιστική βία. Οι νομικές και πολιτικές αρχές έδειχναν απροθυμία στην ανάληψη δράσης εναντίον της· ο αντιρατσιστικός νόμος ουδέποτε εφαρμοζόταν και μια βελτιωμένη εκδοχή του απορρίφθηκε από το κοινοβούλιο· οι δράστες ρατσιστικών επιθέσεων απολάμβαναν μια ιδιότυπη ασυλία.
Εδώ και λιγότερο από ένα χρόνο, ο υπουργός δημοσίας τάξεως Νίκος Δένδιας επέμενε πως δεν υπάρχει καμία διασύνδεση μεταξύ της αστυνομίας και της ΧΑ και απειλούσε τον «Γκάρντιαν» με μηνύσεις όταν η εφημερίδα ανέφερε πως αστυνομικοί είχαν βασανίσει αντιφασίστες. Αλλά μετά τη δολοφονία του Φύσσα, ο Δένδιας υποχρεώθηκε να διατάξει έρευνα για τις διασυνδέσεις αυτές. Πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί εκκαθαρίστηκαν ή παραιτήθηκαν. Μια μέρα μετά τη δολοφονία, οι φάκελοι 32 εγκληματικών ενεργειών της ΧΑ -για βίαιες ενέργειες, ακόμα και δολοφονίες- στάλθηκαν στον εισαγγελέα.
Ο Αθηναίος μας θα απορούσε: μα γιατί οι αρχές δεν έδρασαν νωρίτερα; Γιατί έπρεπε να περιμένουν ως τώρα; Μήπως γιατί ο δολοφονημένος ήταν Έλληνας;
Η XA θα έπρεπε να έχει χαρακτηριστεί εγκληματική συμμορία και να έχει αντιμετωπίσει το νόμο εδώ και πολύ καιρό. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αυτή θα ήταν η αυτονόητη εξέλιξη. Μετά τη δολοφονία, πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους και πολλοί υπονόησαν πως αν η Ελλάδα δεν αποφάσιζε να ξεκαθαρίσει με τους νεοναζί, τον Ιανουάριο δεν θα έπρεπε να της ανατεθεί η εναλλασσόμενη προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Αλλά αυτό που βάρυνε περισσότερο στην αλλαγή της κυβερνητικής αντίδρασης ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο μικροκομματικός υπολογισμός: ως πολύ πρόσφατα, αρκετοί κορυφαίοι δεξιοί πολιτικοί και σχολιαστές εκτιμούσαν πως η δεξιά Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) θα έπρεπε να εκτιμήσει την πιθανότητα να συγκυβερνήσει με τους νεοναζί, αν αυτοί «σοβαρεύονταν». Η κυβέρνηση εμφάνιζε την αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα ως το άλλο «άκρο», έστω κι αν αυτές οι δυνάμει ήταν οι μόνες που αντιπαρατίθεντο εδώ και χρόνια με το ναζισμό.
Η ιστορικά αβάσιμη και ηθικά διεστραμμένη «θεωρία των δύο άκρων» αποσκοπούσε να ενσταλάξει φόβο στις ψυχές του κόσμου, ώστε να στρέψει τα νώτα στις αριστερές οργανώσεις και τα κινήματα των πολιτών που αντιστέκονταν στους νεοναζί και συμπαραστέκονταν στα θύματά τους. Η κυβερνητική σύμπραξη ΠΑΣΟΚ/ΝΔ ελπίζει τώρα πως η αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης της ΧΑ θα επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους της στο φυσικό τους χώρο.
Η τελική γεύση των εξελίξεων είναι γλυκόπικρη: παρά την καθυστέρησή της, η πολυδιαφημισμένη σύλληψη των χρυσαυγιτών θα ανακουφίσει πολλούς. Τους μετανάστες, που θα κυκλοφορούν ευκολότερα στην πόλη, αλλά και τους ομοφυλόφιλους, τους ακροαριστερούς και όλους τους αντιφασίστες που αντιμετώπιζαν καθημερινά τη ξεδιάντροπη καθημερινή ανάμειξη της ΧΑ στην κοινωνική ζωή και την πολιτική της χώρας.
Στην Αθήνα, κάθε σκουρόχρωμος έπρεπε να φυλάγεται. Το κακό κυκλοφορούσε ελεύθερα στους δρόμους.
Αλλά στο θεσμικό επίπεδο, λίγες αλλαγές έγιναν. Η απόδοση ποινικών ευθυνών στους αλήτες της ΧΑ δεν θα αλλάξει τον θεσμικό ρατσισμό της συμμαχικής κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Όταν ήταν ακόμα κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ήταν ο Ανδρέας Λοβέρδος που είχε παρομοιάζει την ΧΑ με «ελληνική χεζμπολάχ», και επαινούσε την ενασχόλησή της με τα «μεγάλα ζητήματα» και την «εμπιστοσύνη» που παρήγαγε.
Ήταν ο Βύρων Πολύδωρας, νεοδημοκράτης πρώην υπουργός, που κάλεσε σε σύμπραξη του κόμματός του με τη ΧΑ.
Ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός Σαμαράς που το Μάρτιο του 2012 δήλωνε πως «έχουν καταληφθεί πολλές πόλεις στην Ελλάδα από παράνομους λαθρομετανάστες... και θα πρέπει να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας». Πιστή στις διακηρύξεις αυτές, η κυβέρνηση εξαπέλυσε την επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» (sic): η αστυνομία βάλθηκε να καταδιώκει κάθε σκουρόχρωμο άνθρωπο στους δρόμους και να τοποθετεί τους μετανάστες που δεν διέθεταν δικαιολογητικά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που κατ' ευφημισμό αποκαλούνται «κέντρα κράτησης».
Η ίδια κυβέρνηση μεταρρύθμισε το 2010 τον νόμο περί απόδοσης ιθαγένειας, τον πρώτο που απέδιδε στους μετανάστες της δεύτερης γενιάς τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα· έσυρε στα δικαστήρια ασθενείς με AIDS και ναρκομανείς· καταδίωξε και κράτησε παράνομα αναρχικούς και αντιφασίστες· συρρίκνωσε τους μισθούς και τις συντάξεις· εξαπέστειλε την ανεργία των νέων στο 60%· έκλεισε νοσοκομεία· οδήγησε τα πανεπιστήμια στην κατάρρευση. Κι εδώ έγκειται το μεγάλο παράδοξο της διάλυσης της ΧΑ: η ίδια κυβέρνηση που απειλεί τη δημοκρατία και υποθάλπει το φασισμό αποδίδει στον εαυτό της δημοκρατικά εύσημα διότι δήθεν καταστέλλει τον εξτρεμισμό.
Η ΧΑ είναι ταυτόχρονα πολιτικό κόμμα και εγκληματική οργάνωση, αλλά συχνά η θέση πολιτικών κομμάτων εκτός νόμου είναι προβληματική και αναποτελεσματική. Ο νόμος μπορεί να απαγορέψει τις φασιστικές ιδέες -όχι να τις καταργήσει· αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν πολιτικά. Για τους καθημερινούς ανθρώπους, η καταπολέμηση της ΧΑ δεν περιορίζεται στη θεατρική σύλληψη της ηγεσίας της. Ο αντιφασισμός είναι πρωτίστως ένας αγώνας για το τι είδους ζωή θέλουμε να ζούμε. Τον δίδουν καθημερινά πολίτες, ακτιβιστές, ομάδες υπεράσπισης πολιτικών δικαιωμάτων και οι μεταναστευτικές κοινότητες. Είναι αγώνας για δημοκρατία, αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να λήξει παρά μόνο με την ήττα της συστημικής αδικίας της λιτότητας.