Aπάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ για την ελληνική οικονομία, επιχειρεί να δώσει σε έκθεση της η JPMorgan Chase. Όσο για το αν θα χρειαστεί τρίτο πακέτο στήριξης, εκτιμά ότι θα έχει περισσότερο τη μορφή μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής, παρά ενός ολοκληρωμένου προγράμματος και πως θα προσφέρει σημαντικά πολιτικά οφέλη τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ευρωζώνη.
Μετά τη δραματική κατάρρευση των τελευταίων ετών, στη διάρκεια των οποίων το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε σχεδόν 25%,
Όπως αναφέρει η JP Morgan, μετά την κατάρρευση των τελευταίων ετών, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 25%, η ελληνική οικονομία μοιάζει να σταθεροποιείται και πάλι, επισημαίνει ο οίκος, χωρίς μάλιστα να αποκλείει επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη στο δεύτερο μισό του έτους.
«Η ελληνική οικονομία δείχνει σίγουρα να έχει σταθεροποιηθεί. Ωστόσο είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πότε θα μπορέσει να αρχίσει πάλι να αναπτύσσεται τα προσεχή τρίμηνα. Παρ'ολ'αυτά, το μακροοικονομικό περιβάλλον είναι ξεκάθαρα πολύ καλύτερο από ό,τι τα τελευταία χρόνια», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην έκθεση.
Την ίδια ώρα, επισημαίνεται, η ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να βρίσκεται σε τροχιά για να πετύχει το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, γεγονός που κάνει πρόσφορο το έδαφος για συζητήσεις γύρω από ένα τρίτο πακέτο στήριξης.
Τονίζεται επίσης, ότι η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με χρηματοδοτικό κενό περίπου 11 δισ. ευρώ έως το 2016, με την JPMorgan να εκτιμά ότι η κάλυψή του θα είναι σχετικά άμεση. Περίπου 7 δισ. δολάρια θα περισσέψουν από τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, οι αποκρατικοποιήσεις θα μπορούσαν να επιταχυνθούν, οι εκδόσεις ομολόγων θα μπορούσαν να αυξηθούν, ενώ οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να συναινέσουν τελικά σε roll over του ελληνικού χρέους που διακρατούν.
Έτσι, σύμφωνα με την JPMorgan είναι πιθανό η «τρύπα» να κλείσει χωρίς επιπλέον δάνεια από τον επίσημο τομέα, υπό την προϋπόθεση όμως, η ελληνική κυβέρνηση να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ το 2015 και 4,5% το 2016.
Όσον αφορά το «βάρος» του δημόσιου χρέους, σημειώνεται ότι παρά την αναδιάρθρωση και τη διαδικασία επαναγοράς, εξακολουθεί να παραμένει πολύ υψηλό. Μέχρι το 2104, σχεδόν το 75% των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους θα έχει τη μορφή επίσημων δανείων (από το ΔΝΤ και την υπόλοιπη Ευρώπη μέσω διμερών δανείων και του EFSF), και για αυτό η όποια περαιτέρω ελάφρυνση πρέπει να προέλθει από επιπλέον αναδιάρθρωση των δανείων του επίσημου τομέα παρά από νέα αναδιάρθρωση του χρέους που διαπραγματεύεται στις αγορές.