Όταν ο αείμνηστος Ζακ Ντεριντά πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά στην Αθήνα των μέσων της δεκαετίας του '90 δεν μπορούσε με τίποτα να διανοηθεί πως η «αποδόμηση», την οποία με τόση συνέπεια εφάρμοζε ως μέθοδο ανάλυσης της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, όχι μόνο υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά επιπλέον τηρείται ευλαβικά από έναν ολόκληρο λαό: τον ελληνικό!
Το ότι η Ελλάδα υπήρξε πριν από χιλιάδες χρόνια η γενέτειρα των μεταφυσικών εννοιών της Αλήθειας, του Αγαθού, του Καλού, του Υψηλού, του Ορθού, του Καθήκοντος, του Όσιου και του Ιερού, αυτό το γνώριζε καλύτερα από τον καθένα.
Το ότι, όμως, η σύγχρονη Ελλάδα είχε μετεξελιχθεί εμπράκτως σε κατ' εξοχήν διονυσιακή χώρα-παρωδία όπου το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος, το αληθινό και το ψεύτικο, το υψηλό και το χαμηλό διαρκούν όσο το «ξενέρωμα» μετά από ξενύχτι στα μπουζούκια – δηλαδή, πολύ λίγο για τα ελληνικά δεδομένα – για να «αποδομηθούν» και πάλι το επόμενο βράδυ στο πρώτο τραπέζι πίστα παρέα με ένα μπουκάλι Chivas, αυτό δεν μπορούσε να το φανταστεί ποτέ!
Το μάθημά του όμως θα το έπαιρνε και μάλιστα με τον καταλληλότερο τρόπο, από μία ιέρεια του Διονύσου, παρασυρμένος από έναν «τραγοπόδαρο» διάβολο της διανόησης που μέχρι πριν λίγα χρόνια έβαζε φωτιά στις «πίστες» των ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, κάνοντας τους φοιτητές του να παραληρούν από έξαψη και θαυμασμό...
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Βρισκόμαστε στην ευημερούσα Αθήνα του '90, του θρυλικού περιοδικού 01 (του Τσαγκαρουσιάνου), σε μία εποχή που οι φοιτητές διάβαζαν ακόμη γεμίζοντας τα αμφιθέατρα, ο Ντεριντά δεν είχε πεθάνει, ο Βέλτσος μεσουρανούσε κάνοντας τα πιο αβάν γκάρντ μαθήματα και εκπομπές στην ελληνική επικράτεια και η αείμνηστη Πόλυ Πάνου τραγουδούσε ακόμα.
Ένα βράδυ λοιπόν μετά το πέρας διάλεξης του Ντεριντά και αφού πρώτα είχε «ροκάρει» στο γνωστό μπαρ-κλαμπ Booze της Κολοκοτρώνη πάνω από την οδό Αθηνάς μετά του Βέλτσου και λοιπής εκλεκτής παρέας, ο «διαφθορέας» Βέλτσος «κατέβασε» την πιο σατανική ιδέα της καριέρας του: με την απαράμιλλη αποφασιστικότητά του, αρπάζει από το μπράτσο τον Ντεριντά, διαμηνύει και στους υπόλοιπους ότι φεύγουν, μπαίνουν στο αυτοκίνητο, κατευθυνόμενοι προς το άντρο της απόλυτης αποδόμησης των φύλων: τη λεωφόρο Συγγρού, όπου τραβεστί, τρανσέξουαλ, εκδιδόμενες γυναίκες, λαϊκά ζευγαράκια, σουρωμένοι ταξιτζήδες και γαλλοαλγερινοί φιλόσοφοι συνυπάρχουν μέσα σε ένα οργιώδες, αντιφατικό σύμπαν χωρίς αρχή και τέλος. Εκεί, ο σοβαρός Ντεριντά έμελλε να μεταμορφωθεί σε αυτό που ήταν: δηλαδή σε γνήσιο μαγκρεμπίνο με φιλοδοξία να γίνει μια μέρα ποδοσφαιριστής.
Κάτι το ρέον αλκοόλ, κάτι ο εκκωφαντικός θόρυβος των μπουζουκιών, κάτι οι ευλογημένες τσιφτετελούδες που λικνίζονταν υπό τους μεθυστικούς ήχους της φωνής της Πόλυ Πάνου, ο Ντεριντά άρχισε να βιώνει και ο ίδιος σιγά σιγά την αποδόμηση στο πετσί του, σε σημείο που δεν άργησε και ο ίδιος να λικνίζεται για να καταλήξει να τσιφτετελιάζεται παρέα με τις θηλυκές υπάρξεις της ακαδημαϊκής συντροφιάς.
Κάποια στιγμή, η Πόλυ Πάνου αρχίζει να τραγουδάει το άσμα μερακλίδικον και χορευτικόν «ντιριντάχτα ντίρι ντίρι ντάχτα, ντιριντάχτα ντίρι ντίρι ντα...». Αυτομάτως, ο Γιώργος Βέλτσος γυρίζει προς το μέρος του Ντεριντά και του λέει: «Jacques c'est pour toi!» [«Ζακ, για σένα λέει»], για να μείνει ο τελευταίος μ@λ@κ@ς, σκεπτόμενος προφανώς πως η Ελλάδα είναι η ζωντανή απόδειξη ότι καμία φιλοσοφία δεν μπορεί να «φτουρήσει» μπροστά στη διονυσιακή μέθη, έστω κι αν σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου αυτή έχει χάσει το όμορφο απολλώνειο επικάλυμμά της.
Το «ζουμί» όμως της υπόθεσης βρίσκεται αλλού: στο γεγονός ότι ο ιδιοφυής Βέλτσος ήταν ο πρώτος που είχε καταφέρει το ακατόρθωτο - να αποδομήσει τον ίδιο τον πατέρα της αποδόμησης.
In vino veritas...