Το «Παραρλάμα» είναι ένα λεύκωμα, μια συλλογή εννιά ιστοριών του Δημοσθένη Βουτυρά σχεδιασμένες εξαιρετικά από τον Θανάση Πέτρου, σε σενάριο διασκευασμένο από τον Δημήτρη Βανέλλη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος. Εκτός από μια συναρπαστική graphic novel, το «Παραρλάμα» είναι η αναβίωση των διαχρονικών και ιδιαίτερων ιστοριών του Βουτυρά που παρέμειναν ξεχασμένες για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, για να καταλήξουν στη σημερινή «μοντέρνα» και σύγχρονη μορφή τους. Παρόλο που τα διηγήματα είναι γραμμένα στις αρχές του 20ού αιώνα (μεταξύ του 1902 και του 1934) η θεματολογία τους είναι εντελώς σημερινή και όπως σημειώνει και ο Βάσιας Τσοκόπουλος στην αρχή του λευκώματος, «είναι συμπυκνωμένη σε συνθηματικές λέξεις: η απληστία, η προδοσία, ο έρωτας, το μίσος, ο έρωτας και το μίσος, ο ερωτισμός, η φτώχεια, τα ζώα, οι θρύλοι η υποβολή». Το σκίτσο του Θανάση Πέτρου είναι πολύ δυνατό, ελληνικό, με τα πρόσωπα να ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά. Τραγικά, όπως και ο κόσμος του Βουτυρά: σκοτεινός με καταστάσεις απίστευτης παράνοιας.
Μερικά από τα «αναγεννημένα» διηγήματα πρόλαβαν να δημοσιευτούν στο «9» της Ελευθεροτυπίας, τα υπόλοιπα δημοσιεύονται για πρώτη φορά στη συλλογή.
Πριν από ένα μήνα περίπου συναντηθήκαμε με τους δημιουργούς του (τον Θανάση Πέτρου και τον Δημήτρη Βανέλλη) στην πλατεία Εξαρχείων για να μας λύσουν τις απορίες για το απίθανο graphic novel τους και να μιλήσουμε για την σημερινή κατάσταση του κόμιξ στην Ελλάδα.
Πώς αρχίσατε να συνεργάζεστε, πώς γεννήθηκε η ιδέα του κόμιξ;
Θανάσης Πέτρου: Η πρώτη ιστορία που δημοσίευσα στο 9 ήταν σε σενάριο του Δημήτρη Βανέλλη. Όταν κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη ήταν ο πρώτος που μου εμπιστεύτηκε ένα σενάριο για να του το σχεδιάσω.
Τι σημαίνει «Παραρλάμα»;
Θ.Π. Η πρώτη ιστορία του Βουτυρά που μου έδωσε ο Δημήτρης να διαβάσω λεγόταν «Παραρλάμα». Θυμάμαι υπήρχε και ένα blues club στην Θεσσαλονίκη, όπου σύχναζα πριν από καιρό και είχε το ίδιο όνομα. Κανείς δεν ξέρει τα σημαίνει «Παραρλάμα», απλούστατα γιατί είναι λέξη που την επινόησε ο Βουτυράς. Το «Παραρλάμα» το είχα ήδη διαβάσει, γιατί υπήρχε στα αναγνωστικά του σχολείου. Διάβασα την ιστορία, μου άρεσε πολύ και αποφάσισα να την σχεδιάσω. Και μου έφερε κι άλλες μετά και έτσι συνεχίσαμε και φτιάξαμε εννιά ιστορίες. Οι έξι μάλιστα από αυτές είχαν δημοσιευτεί στο «9».
Γιατί επιλέξατε τις ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά; Να πούμε λίγα πράγματα για αυτόν;
Δημήτρης Βανέλλης: Ο Βουτυράς έχει έφεση στις ιστορίες που εκτυλίσσονται σε παλιές εποχές, πιστεύω είναι καταπληκτικός σε τέτοιες ιστορίες.
Θ.Π. Ο Βουτυράς όσο έγραφε ήταν γνωστός, πέθανε όμως το 1958 και με τα χρόνια έχει μείνει στην αφάνεια. Ήταν πολύ φτωχός και το έργο του ήταν δύσκολο να το εντάξεις κάπου. Ήταν ηθογράφος, ιστορικός; Δεν μπορούσες να τον κατηγοριοποιήσεις. Γι’ αυτό και με τα χρόνια χάθηκε από το προσκήνιο. Και δεν είναι μόνο αυτός. Ο Μητσάκης, για παράδειγμα, που έγραφε ιστορίες της εποχής του, λησμονήθηκε και αυτός.
Δ.Β. Ο Βουτυράς έγραφε για να βγάλει το ψωμί του. Όχι για να δρέψει δάφνες λογοτεχνικότητας. Ήταν εργάτης, έγραψε 600 διηγήματα, αυτή ήταν η δουλειά του.
Θ.Π. Αυτό που εκπλήσσει είναι ότι οι ιστορίες του Βουτυρά στέκονται ακόμη και σήμερα. Δεν είναι η ηθογραφία του Ξενόπουλου «Η ζωή στην Αθήνα» κλπ. Στα διηγήματα του Βουτυρά αναγνωρίζεις στοιχεία από το σήμερα, έχει θέματα διαχρονικά.
Δ.Β. Αυτό ίσως να συμβαίνει επειδή και οι ήρωές του είναι πολύ ιδιαίτεροι. Είναι τρελοί, περιθωριακοί, πάμφτωχοι, απατεώνες, μόνο τέτοιοι τύποι τον ενδιαφέρουν. Υπάρχουν και κριτικές του ’30 που τον καταδικάζουν για την επιλογή του αυτή, καθώς ήθελαν οι ήρωες να ανήκουν στην εργατική τάξη, δεν τους έκαναν οι περιθωριακές περσόνες του Βουτυρά.
Θ.Π. Επειδή λοιπόν βαλλόταν τόσο από τη κριτική και τους λογοτέχνες, όσο και από το ίδιο του το κοινό, τους εργάτες-, κάποια στιγμή παραιτήθηκε από όλο αυτό το είδος διηγήσεων και άρχισε να γράφει φανταστικές ιστορίες με ζώα, πλανήτες κλπ.
Ποια ήταν η πιο μεγάλη δυσκολία που συναντήσατε για την πραγματοποίηση του κόμιξ;
Θ.Π. Όταν παίρνεις ένα καλό διήγημα να το μετατρέψεις σε κόμιξ, βάζεις ένα στοίχημα: να το αλλάξεις προς το καλύτερο. Θεωρώ ότι το στοίχημα αυτό το κερδίσαμε. Ο χρόνος του να γράψεις το κείμενο με το χρόνο που σου παίρνει να το σκιτσάρεις, σίγουρα δεν είναι ανάλογος. Εγώ για την ιστορία με τον κρεμασμένο πήγα στο Παλαιό Φάληρο, και έβγαλα διακόσιες φωτογραφίες τον «Θαλή τον Μηλίσιο», ένα καράβι δίπλα στο Αβέρωφ που ανήκε τελευταία στον ΟΤΕ. Όλα αυτά γίνονται γιατί πρέπει να φτιάξεις κάτι που να μοιάζει αληθινό. Δεν μπορείς να τα βγάζεις όλα από το μυαλό σου, αν το κάνεις θα έχεις και το ανάλογο αποτέλεσμα. Έτσι και αλλιώς το σχέδιο είναι απάτη, τραβάς γραμμές και προσπαθείς να πείσεις για κάτι. Τουλάχιστον ας το κάνεις πειστικά. Ίσως βέβαια να είναι και μια δική μου διαστροφή να κάνω μία έρευνα πριν φτιάξω κάτι.
Δ.Β. Για εμένα το δύσκολο κομμάτι ήταν να εντοπίσω ανάμεσα στα διακόσια διηγήματα ποια μπορούσαν να εικονογραφηθούν, ποια έστεκαν ως ιστορίες, και γενικότερα να κάνω αυτό το ξεσκαρτάρισμα.
Θ.Π. Η διαδικασία δημιουργίας ενός κόμιξ, θυμίζει έντονα αυτό που λένε «κινηματογράφος στο χαρτί». Πρέπει να γράψει κάποιος το σενάριο, άλλος να φτιάξει το storyboard, κάποιος πρέπει να αναλάβει την σκηνοθεσία, άλλος τον φωτισμό και άλλος θα πρέπει να κόψει σκηνές στο μοντάζ. Υπάρχουν βέβαια και κομίστες που κάνουν κόμικ δύο γραμμών, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προετοιμασία κλπ. Εμείς δεν κάνουμε τέτοια κόμιξ. Ο Copi για παράδειγμα, που τον δημοσίευε η Βαβέλ, έφτιαχνε δύο ανθρωπάκια που μιλούσαν, σε μία γραμμή, στο άπειρο. Είναι σαν να έχεις μία χολλυγουντιανή υπερπαραγωγή, ένα Star Trek, και μία παραγωγή που γυρνάει ο άλλος με hand camera. Όχι ότι εμείς κάναμε υπερπαραγωγή, αλλά το έργο μας έχει άλλες απαιτήσεις. Η κάθε προσέγγιση θέλει διαφορετικού είδους δουλειά και μόχθο.
Μπορείς να ζήσεις από αυτό το επάγγελμα στην Ελλάδα;
Θ.Π. Όχι. Εκτός και αν σε λένε Αρκά. Κανένας δεν ζει αποκλειστικά από αυτό, εκτός και αν στόχος σου είναι να βγάζεις 300 ευρώ το μήνα. Μόνο αν γίνεις γελοιογράφος και δουλεύεις στον ημερήσιο τύπο, μπορείς να πεις ότι θα έχεις σταθερό μισθό. Αν και πρέπει να διαχωρίζουμε αυτά τα δύο επαγγέλματα, αυτό είναι ένα δεδομένο. Ο Δερβενιώτης, ο φίλος μας, δεν ζει από τα κόμιξ, ζει από την εφημερίδα. Το ίδιο και ο Ζερβός. Για να πεις ότι θα ζήσω από αυτό, πρέπει να υπάρχουν πολλά περιοδικά -που δεν υπάρχουν- και να εκδίδονται πολλά κόμιξ, που δεν συμβαίνει ούτε αυτό. Από την άλλη, βέβαια, περιοδικά γενικού ενδιαφέροντος για τα κόμιξ, δεν κυκλοφορούν ούτε στην Ευρώπη. Υπάρχει κοινό, πάντως. Το Logicomix, για παράδειγμα, μύησε πολύ κόσμο. Μη με ρωτήσεις γιατί. Ήταν ο Δοξιάδης, λειτούργησε η διαφήμιση; Δεν ξέρω. Του Δοξιάδη, πάντως, του βγάζω το καπέλο, ο άνθρωπος γύριζε από την Κρήτη έως την Αλεξανδρούπολη και προωθούσε την δουλειά του. Όπως και να’ χει, το ζήτημα είναι να κάνεις καλή δουλειά. Αν το αποτέλεσμα είναι καλό, ο άλλος θα το αγοράσει. Όσο και να κοστίζει. Εμείς πρέπει να έχουμε πουλήσει λιγότερο στο κοινό που διαβάζει κόμιξ. Λόγω θεματολογίας δεν αγγίζουμε τόσο τον πιτσιρικά που διαβάζει marvel και DC. Δεν απευθυνόμαστε σε αυτόν. Δεν περιμέναμε να μας διαβάσουν οι κομιξόφιλοι των αμερικάνικων mainstream comics.
Δ.Β. Οι εικόνες του «Α» επίσης, δεν είναι αυτές που ελκύουν τους παραδοσιακούς αναγνώστες κόμιξ. Αυτοί περιμένουν να δουν την κλασσική γραμμική εικόνα με τα πλακάτα χρώματα.
Μέχρι πέρσι που υπήρχε το 9 κάτι φαινόταν να γίνεται, τουλάχιστον υπήρχε ένα έντυπο που έδινε ευκαιρίες σε Έλληνες δημιουργούς.
Θ.Π. Με το «9» θα είμαι μεροληπτικός, αναγκαστικά, επειδή δούλεψα σε αυτό και αναδείχθηκα ουσιαστικά απ' τον διαγωνισμό του ως δημιουργός κόμιξ και εξακολουθώ να δουλεύω μέσα σ' αυτόν τον χώρο. Υπάρχει πολύς κόσμος ο οποίος θα σκέφτηκε «έλα μωρέ τώρα, τι είναι αυτό το πράγμα;» και «μπαίνουν όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι και όλο οι δικοί τους» και «αυτοί είναι μια κλίκα». Προσπάθησαν κάπως να το μειώσουν. Με διάφορους τρόπους. Επειδή το έβλεπα καθημερινά, στην πραγματικότητα ξέρω ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δηλαδή, υπήρχαν άτομα που έβγαιναν από τον διαγωνισμό και δεν ξανάκαναν ποτέ κόμικς. Κάθε χρόνο, για δέκα χρόνια, βραβεύονταν 25 άτομα. 25 βραβευμένοι κάθε χρόνο, συνολικά 250. Απ' αυτούς, ξέρεις πόσοι συνεχίσαμε; Δέκα. Οι υπόλοιποι 240 τι έγιναν; Χάθηκαν, έκαναν μια φορά στην ζωή τους κάτι και μετά τίποτα. Αν φέρεις ένα κόμιξ που θα είναι η πρώτη σου, η δεύτερη, οποιαδήποτε δουλειά σου και ο υπεύθυνος του περιοδικού σου πει «εντάξει, δεν μ' αρέσει ρε φίλε η δουλειά σου, δεν είναι κάτι για να μπει» τον βρίζεις και σκέφτεσαι «τον μαλάκα, χαντάκωσε μια δουλειά που ήταν τόσο καλή». Στην Ελλάδα αυτό συνέβαινε κατά κόρον. Όταν του έλεγες του άλλου δεν ξέρεις να σχεδιάζεις, δεν ξέρεις να κάνεις σενάριο, δεν ξέρεις να κάνεις ντεκουπάζ, δεν ξέρεις το ένα, δεν ξέρεις το άλλο, αυτός έφευγε και έλεγε «είσαι μαλάκας. Εσύ είσαι μαλάκας, δεν είμαι εγώ. Η γκόμενά μου μού είπε ότι γαμούσε η ιστορία». Ε, αν γαμούσε η ιστορία ρε μεγάλε, τότε να τη δείξεις στη γκόμενά σου. Εφόσον την δείχνεις, πρέπει να δεχτείς και την κριτική, δηλαδή να είσαι έτοιμος να ακούσεις και κακά λόγια όχι μόνο καλά. Δεν είσαι και ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Δ.Β. Είναι το κλασσικό που υπάρχει και στη λογοτεχνία και σε όλους τους χώρους, που όταν απορριφθείς αμέσως γυρίζει σε συνομωσιολογία.
Θ.Π. Ναι, τύπου είναι σικέ και μην την ψάχνεις, μεταξύ τους τα παίρνουνε. Στο μεταξύ αυτό είναι ηλίθιο, γιατί το «9» έβγαζε συνέχεια καινούριους. Αν το παρακολουθήσεις στα δέκα χρόνια κάθε φορά βγαίνανε καινούριοι, που καθιερώνονταν και έκαναν μια σειρά. Αν το δεις έτσι, είχε βγάλει 50 ονόματα. Είναι γελοίο. Όταν απορριφθείς, είναι κλίκα, γι' αυτό απορρίφθηκες.
Δ.Β. Είμαστε και ψωροπερήφανοι, είμαστε και απαίδευτοι και είναι ένας συνδυασμός που σκοτώνει. Έχω την απορία αν αυτό είναι ελληνικό φαινόμενο ή αν γίνεται παντού. Δηλαδή αν πάει ένας Γάλλος 20 χρονών το κόμικ του και απορριφθεί τι κάνει; Αυτό δεν το ξέρω.
Θ.Π. Πριν από 15 χρόνια είχα στείλει μια ιστορία στη Βαβέλ. Και δεν τη βάλανε. Το πρώτο πράγμα που είπα και εγώ ήταν ρε γαμώτο, γιατί δεν την βάλανε, αφού ωραία ήταν, προσπάθησα τόσο για να την κάνω. Πέρασε καιρός και την ξαναπέτυχα κάποια στιγμή στο σπίτι ψάχνοντας και σκέφτηκα ευτυχώς που δεν την είχαν βάλει τότε. Η τεχνολογία αυτήν την σχέση την διέρρηξε. Αυτός που θα πήγαινε σε κάποιον εκδότη και θα έλεγε δες το, κρίνε το, αν σου κάνει τύπωσε το, αν όχι μη το τυπώνεις, πλήρωσέ με, μην με πληρώνεις, ο,τιδήποτε, όταν η τεχνολογία του έδωσε τα μέσα να το βγάζει αυτό που θέλει φτηνά και εύκολα, πλημμύρισε ο τόπος με το χ, ψ, ω φανζίν. Δηλαδή την πρώτη ιστορία που έβγαλε κάποιος, την έκανε και φανζίν. Και λέει γιατί δεν την αγοράζει κανένας; Γιατί μεγάλε είναι μαλακία. Η τεχνολογία σ' αυτό έκανε πολύ κακό. Το photoshop τους κατέστρεψε αυτούς τους ανθρώπους. Δηλαδή, ξέρανε να σχεδιάζουν δυο γραμμές και η τρίτη γραμμή ήταν το photoshop. Και λέγανε θα βάλουμε αυτά τα φαντεζί χρώματα και θα το κάνουμε να φαίνεται πολύ όμορφο. Ναι, αλλά δεν λέει τίποτα. Ή στον εκτυπωτή που τον πλήρωσα 50 ευρώ μπορεί να τυπώσω ένα φανζίν ασπρόμαυρο και μετά θα το πουλήσω ένα ευρώ στο τάδε μαγαζί. Σ' αυτόν τον άνθρωπο έκανε κακό η ευκολία γιατί δεν πήγε σε κάποιον εκδότη ή σε κάποιον δημιουργό άλλο να τον γνωρίσει και να του πει «έλα να συζητήσουμε, αυτό είναι καλό είναι κακό, αξίζει, δεν αξίζει, τι να βελτιώσω». Το ξεπεράσαμε αυτό το στάδιο και είπαμε ότι έχω πρόσβαση και ευκολία να κάνω ό,τι γουστάρω. Και σε όποιον δεν αρέσει να του πω εσύ είσαι περίεργος δεν είμαι εγώ. Εγώ κάνω κάτι πάρα πολύ ωραίο. Το ίδιο έχει συμβεί και στη λογοτεχνία: ο κάθε πικραμένος που άφαγε πόρτα από έναν εκδότη έκανε ένα μπλογκ και έβαλε το καταπληκτικό του διήγημα ή το καταπληκτικό του μυθιστόρημα και είχε τα φοβερά τρία hits. Πρέπει να υπάρχει η αυτοκριτική. Δηλαδή να έχεις το μυαλό σου και να πεις αυτό είναι κάτι, εντάξει είναι πρωτόλειο, είναι μια δοκιμή, είναι μια προσπάθεια. Σίγουρα θα αγαπάς τη δουλειά σου, δικό σου πράγμα είναι. Αλλά πρέπει να ξέρεις και ότι η αποδοχή παίζει κάποιο ρόλο. Αν κανείς δεν το γουστάρει κάτι δεν πάει καλά. Δεν είσαι εσύ η φοβερή μεγαλοφυΐα που κατέβηκε πριν την εποχή της, έλεος δηλαδή.
Δ.Β. Επίσης, ακόμα και αν σε εκδώσει κάποιος, δεν σημαίνει ότι είναι και καλό αυτό που έχει εκδώσει. Το ότι έχεις πάρει μια έγκριση από κάποιον εκδότη δεν λέει κάτι αναγκαστικά και απαραίτητα. Πάντα υπάρχουν και καλά πράγματα που απορρίπτονται, πάντα συνέβαινε, δεν είναι κάτι καινούριο. Ο Έγκον Σίλερ δεν πούλησε τίποτα σε όλη του τη ζωή ας πούμε. Ούτε ο Βαν Γκογκ.
Τι άλλο ετοιμάζετε;
Δ.Β. Τώρα θέλουμε να δουλέψουμε κάτι διαφορετικό από τον Βουτυρά, κάποιο διήγημα εξίσου παλιό.
Το «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τόπος.