Την εβδομάδα που μας πέρασε, η Χρυσή Αυγή τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας με μια τριπλή επίδειξη δύναμης, γράφει ο Ιάσονας Χανδρινός, ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου: "Το τιμωρό χέρι του λαού" στο propaganda.gr.
Γράφει ο ιστορικός:
Το πρώτο περιστατικό ήταν μια δολοφονική επίθεση 50 περίπου ροπαλοφόρων σε συνεργείο αφισοκόλλησης του ΚΚΕ στο Πέραμα, με αποτέλεσμα εννιά τραυματίες –μεταξύ τους και ο πρόεδρος του Συνδικάτου Εργατών Μετάλλου, Σωτήρης Πουλικόγιαννης. Η δεύτερη και τρίτη περίπτωση αφορούσαν στην παρουσία εκπροσώπων της σε δύο εκδηλώσεις μνήμης. Το Σάββατο, 14 Σεπτεμβρίου, στα Γιαννιτσά Πέλλας σημειώθηκαν επεισόδια όταν ο βουλευτής της ΧΑ, Αντώνης Γρέγος κατέθεσε στεφάνι στο μνημόσυνο της σφαγής 120 κατοίκων της πόλης από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους το 1944. Στα δύο ερασιτεχνικά βιντεάκια από το στιγμιότυπο που κυκλοφορούν στο youtube, φαίνονται μέλη αριστερών οργανώσεων και κομμάτων και κάτοικοι σε απόσταση αναπνοής από το μνημείο, να αποδοκιμάζουν με φωνές και συνθήματα κατά των Χρυσαυγιτών και τελικά να εμποδίζονται από την Αστυνομία να κινηθούν επιθετικά εναντίον τους. Αποχωρώντας από το μνημείο, ο συνοδός του βουλευτή χαιρέτησε ναζιστικά τους διαδηλωτές, προκαλώντας νέο κύμα οργής στους περισσότερους από τους συγκεντρωμένους.
Την επόμενη μέρα, Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου ήρθε το πολυδιαφημισμένο μνημόσυνο στο Μελιγαλά Μεσσηνίας για την πολυσυζητημένη σφαγή ταγματασφαλιτών και κατοίκων της κωμόπολης από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, πριν από 69 χρόνια. Μολονότι σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε «αντίλογος» (διαχρονικά, ο εορτασμός αφορά αποκλειστικά και μόνο στην τοπική κοινωνία και κόμματα και προσωπικότητες που ανήκουν στον χώρο της συντηρητικής δεξιάς και της ακροδεξιάς), τα επεισόδια ήταν πιο έντονα. Αυτή τη φορά ήταν η ΧΑ –με αντιπροσώπους τους δύο Ηλίες, Παναγιώταρο και Κασιδιάρη– που έκανε τα επεισόδια. Ο λόγος του δημάρχου, Φίλιππου Μπάμη –ομολογουμένως πολύ συμφιλιωτικός για τα γούστα της ΧΑ– διακόπηκε απότομα με κραυγές του Παναγιώταρου : «καραγκιόζη», την αρπαγή του μικροφώνου και τη μετατροπή της εκδήλωσης σε παράσταση για έναν ρόλο, με τον Ηλία Κασιδιάρη να καταφέρεται κατά της «προδοτικής κομμουνιστικής νεολαίας» και στελεχών του ΚΚΕ που τα «παίρνουν» από την κρατική επιχορήγηση (σε μια επικοινωνιακή ρεβάνς για το περιστατικό στο Πέραμα). Μια αντίστοιχη σύρραξη είχε προκληθεί και στις εκδηλώσεις για το τέλος του Εμφυλίου στο Γράμμο, στα τέλη Αυγούστου. Το πρωτοφανές είναι πως οι Χρυσαυγίτες συνεπλάκησαν με μέλη όλων των άλλων εθνικιστικών ομάδων που βρίσκονταν στο σημείο, ξυλοκόπησαν ένα μέλος της νεολαίας του ΛΑΟΣ (!), ακόμα και συγγενείς θυμάτων, αναγκάζοντας τη δημαρχιακή αρχή και την επιτροπή εορτασμού να αποχωρήσουν αηδιασμένοι. Και σίγουρα δεν είχαμε ξαναδεί κατοίκους του Μελιγαλά να είναι εξοργισμένοι για την «προσβολή των θυμάτων» εξαιτίας των τραμπουκισμών της Χρυσής Αυγής!
Μέσα σε τρεις μέρες, η Χρυσή Αυγή επιστράτευσε τη δοκιμασμένη συνταγή του θράσους, της δολοφονικής βίας και του τσαμπουκά, για να κατακτήσει τρία ταυτόχρονα πεδία: Τη φτωχογειτονιά, την ιστορική μνήμη και την ακροδεξιά ρητορική. Έχασε και στις τρεις. Το μόνο που κατάφερε ήταν να εκθέσει ανεπανόρθωτα την πολιτική της γύμνια. Είναι μάλλον κοινότοπο να πούμε πως, μολονότι συγκροτείται από υπάρχουσες συντηρητικές, ρατσιστικές και εθνοκεντρικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας, το λαϊκό έρεισμα της Χρυσής Αυγής είναι συγκυριακό. Σε περιόδους κρίσης και αμφισβήτησης της πολιτικής, όπως αυτή που βιώνουμε, το «έθνος» μοιραία αναδεικνύεται σε εναλλακτική ιδεολογική δεξαμενή η οποία μπορεί να υποκαταστήσει, έστω και νοητά, το δυσλειτουργικό κράτος, την διεφθαρμένη πολιτική εξουσία, τα παρηκμασμένα πολιτικά κόμματα. Η «πατρίδα» (ξανα)γίνεται το πολυπόθητο έδαφος στο οποίο μπορούμε να ποντάρουμε την ελπίδα μας να αντλήσουμε καθαρό νερό. Κλειδί της επιτυχίας αυτού του ιδεολογήματος, η ασάφεια. Όσο πιο μεταφυσική η έννοια της «πατρίδας», όσο πιο αποκομμένη η ιστορική γνώση από την κοινωνία, όσο πιο σχηματοποιημένες οι αναφορές στο παρελθόν, όσο πιο σιδερωμένες οι σημαίες, τόσο πιο καθαρό το νερό.
Η ιδεολογική ανάγνωση της ιστορίας από την Χρυσή Αυγή, δεν είναι μόνο ισοπεδωτική, είναι και τραγικά περιορισμένη. Ερείδεται αποκλειστικά σε ιστορικά γεγονότα, είτε τόσο απωθητικά που προκαλούν αποτροπιασμό (βλέπε τους ανυπόκριτους ύμνους στον Χίτλερ), είτε τόσο απομακρυσμένα στο χρόνο που δεν αφορούν κανέναν (βλέπε τον γραφικό «εορτασμό» της Μάχης των Θερμοπυλών), είτε τόσο «σκοτεινά» που είναι αδύνατο να προωθήσουν οποιοδήποτε θετικό μήνυμα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση (βλέπε Μελιγαλάς). Σε σχέση με το τελευταίο, η επικαιροποίηση του εμφυλίου πολέμου και των πολιτικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 40, μοιάζει με ξεκαθάρισμα ανοιχτών λογαριασμών. Φυσικά, καμία πολιτική παράταξη, συμπεριλαμβανομένων όλων των τάσεων της Αριστεράς δεν έχει αποφύγει την γοητεία του να επικαλείσαι σήμερα τον Εμφύλιο, ως συναισθηματική εμπλοκή, πεδίο νομιμοποίησης, ιδεολογικής έμπνευσης ή ως απλή εξήγηση / πλαισίωση της τρέχουσας επικαιρότητας (που συνιστά από μόνη της λανθάνοντα εμφύλιο). Η διαφορά είναι πως για την Χρυσή Αυγή μόνο ο αμιγώς εμφυλιοπολεμικός λόγος είναι ζωτικής σημασίας, δεδομένου ότι τίποτε άλλο δεν μπορεί να νομιμοποιήσει (ιστορικά) τις διχαστικές της πρακτικές πλην του «αίματος» και της «τιμής». Με (φτωχό) πρόσχημα την υποτιθέμενη «ιδεολογική τρομοκρατία» της Αριστεράς, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει το μόνο που της επιτρέπει η ασφυκτικά στενή κοσμοαντίληψή της: να αναβιώσει ξεχασμένες «γιορτές μίσους» και να νεκραναστήσει περιθωριακές και απωθητικές ιστορίες του παρελθόντος –ξερασμένες από την ίδια την ελληνική ιστορία–, όπως τους Χίτες και τα Τάγματα Ασφαλείας. Αυτό γίνεται αφενός με μια ένταση που ποτέ δεν είχαμε ξαναδεί στον ελληνικό δημόσιο λόγο, αφετέρου με μια αλαζονεία, ικανή να αποξενώσει ακόμα και τα παραδοσιακά ακροατήρια της ακροδεξιάς, όπως φάνηκε εντυπωσιακά την Κυριακή.
Αν ο ξυλοδαρμός μελών του ΚΚΕ ή οι ναζιστικές χειρονομίες σε επετείους με σαφές αντιφασιστικό μήνυμα, ενισχύουν τις φωνές που υψώνονται εναντίον αυτής της εγκληματικής συμμορίας, τα επεισόδια στο Μελιγαλά μάς ξαναδίνουν μια μεταφυσική πίστη (και μάλιστα από κει που δεν το περιμέναμε) πως η ιστορία αργά ή γρήγορα εκδικείται τους ανιστόρητους, επίδοξους τυμβωρύχους της.
Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής / FOSPHOTOS