Όσο κυλούν οι ημέρες, πάνω από την Ελλάδα εξαπλώνεται μια νέου τύπου πανώλη που διαρκώς κλιμακώνεται και συνοψίζεται σε μια λέξη: «Αντιτσιπρίτιδα», γράφει ο δημοσιογράφος Σπύρος Σεραφείμ στο protagon και εξηγεί ποιά είναι τα συμπτώματα.
Και συνεχίζει το άρθρο:
Η εν λόγω ασθένεια πλήττει όλο και περισσότερους, καθημερινά εμφανίζονται πολλοί να «νοσούν» από την εν λόγω «μάστιγα», οι οποίοι φυσικά και δεν μπορούν να καταχωριστούν στους όψιμους υπερασπιστές του Αλέξη Τσίπρα - μην εξηγώ τα αυτονόητα.
Εννοείται ότι δεν ανήκω στους σωματοφύλακες-υποστηρικτές του, άλλωστε όποτε διαφωνώ εκδηλώνω τις ενστάσεις μου απέναντί του.
Απλώς, τώρα, δεν μπορώ να μην καταγράψω ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο, το οποίο με κοινωνικούς-ανθρώπινους όρους μπορεί να θεωρείται και ως άδικο. Όχι, όμως, όταν ομιλούμε με πολιτική γλώσσα. Εκεί, όλα επιτρέπονται, όπως άλλωστε στον έρωτα και στον πόλεμο, σωστά;
Η νέα «λαίλαπα», λοιπόν, ο νέος «ιός» που διοχετεύει παντού «μικρόβια» που στερούνται επιχειρημάτων -και σίγουρα λογικής- είναι η «αντιτσιπρίτιδα». Για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, φταίει ο Τσίπρας. Ό,τι κάνει ο Τσίπρας, είναι λάθος. Από το πουκάμισο που θα φορέσει, μέχρι αυτά που είπε -ή δεν είπε- στη ΔΕΘ.
Έχει ήλιο και ζεσταινόμαστε; Ο Αλέξης φταίει. Αρχίζει και κάνει κρύο τα πρωινά και ψάχνεις το σεντόνι με κλειστά τα μάτια; Ο Τσίπρας είναι υπεύθυνος. Δε σου πέτυχε το κυριακάτικο σουφλέ; Μη με ρωτήσεις που οφείλεται, ξέρεις.
Το ζήτημα, όμως, είναι ότι αυτή η πολιτική μπεσαμέλ, που χρησιμοποιούν άκριτα πάρα πολλοί, έχει από καιρό «κόψει», αφού -πολύ απλά- στερείται δύο πολύ βασικών συστατικών: πολιτικών επιχειρημάτων. Το πολιτικό φαγητό που σερβίρεται, λοιπόν, δεν έχει ομοιογένεια, είναι «τουρλού», όλα μέσα, δίχως γεύση, η πολιτική κουζίνα γέμισε καπνούς, το «φαγητό» κάηκε.
Η εκφυόμενη πολιτική προκατάληψη -που έχει εγκύψει, εσχάτως, στις περισσότερες συζητήσεις γύρω μας- εκφέρεται, πλέον, με έναν λόγο που δε στερείται μόνο επιχειρημάτων, αλλά εκδηλώνεται και με ένα άσβεστο μίσος για το πολιτικό πρόσωπο του Τσίπρα -κάποιες φορές και για τον ιδιωτικό του βίο- χωρίς, τις περισσότερες φορές, να υπάρχει καν αφορμή. Είσαι σε ένα γεύμα γνωστών, φίλων, γειτόνων κ.λπ., συζητάτε, για παράδειγμα, για το πετρέλαιο. Ξεκινάει, λοιπόν, κάποιος υβρίζοντας τις κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς καν να κολλάει οτιδήποτε από αυτά που λέει, στην κουβέντα, εμφανίζοντας έναν πολιτικό αυτισμό. Δε γίνεται, αδερφέ μου, να μιλάμε για το πείραμα του Cern και να ξεκινάς να λες «ο Τσίπρας, όμως...» ή «ναι, μωρέ, είδαμε και τον Αλέξη» όταν μιλάς π.χ. για τις μπανάνες. Δεν μπορεί να λες τα προβλήματα που έχεις στη διαβίωσή σου και να σου απαντά ο άλλος, χωρίς περιστροφή, «ναι, εντάξει, θα έρθει ο Αλέξης να μας σώσει χαχαχα». Και αν κάνεις το λάθος και, ειλικρινά αθώα, ρωτήσεις «και πώς το ξέρεις ότι δε θα το κάνει, τελικά;», αυτομάτως γίνεσαι ο εχθρός του συνομιλητή σου, «είσαι ψηφοφόρος του κόμματος», εκείνος που «δεν ξέρεις, καημένε μου, τι σε περιμένει, αν αναλάβει ο Τσίπρας».
Να το σταματήσω με τα παραδείγματα, έχεις καταλάβει, τα βλέπεις κι εσύ φαντάζομαι. Απλώς, θεωρώ πως πρέπει οι χτυπημένοι από τη νόσο «αντιτσιπρίτιδα» να σκεφτούν μήπως, εν τέλει, όλη αυτή η μανία που έχουν και εκδηλώνουν προς το πρόσωπό του, στρέψει τους υπόλοιπους, από αντίδραση, προς τον Αλέξη και το κόμμα του - άρα οι «αντιτσιπρικοί» ίσως συναντηθούν με το «κακό» από εκεί που δεν το περιμένουν.
Μπορεί να διαφωνείς με όλα όσα κάνει ο Τσίπρας -αφορμές σοβαρές πάντα υπάρχουν- μπορείς να στηλιτεύεις τις όποιες κινήσεις του, αλλά να το κάνεις, πρώτον, με συγκεκριμένες αιτιάσεις και, δεύτερον, όταν υπάρχει σχετική συζήτηση, όχι επί άσχετων θεμάτων. Δεν μπορούμε να συζητάμε, ρε φίλε, για κεραμικές εστίες και να μου λες για τον Αλέξη και ότι δεν μπορεί να κάνει πυρόλυση - έλεος.
Να γνωρίζεις, επίσης, πως το φάρμακο για την «αντιτσιπρίτιδα» είναι μόνο η πολιτική λογική. Και κανένα φαρμακείο δεν την πουλά.