Σε μία εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της τεχνολογίας, η οποία επιτρέπει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα διασφαλίζοντας τις λιγότερες δυνατές απώλειες, ποιο λόγο ύπαρξης έχουν οι στρατοί; Σε μία εποχή στην οποία τα περισσότερα κράτη στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο γενικότερα μειώνουν τις αμυντικές δαπάνες και περιορίζουν ολοένα και περισσότερο τον αριθμό του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού, ποιες αλλαγές υφίσταται η φύση της στρατιωτικής δράσης; Από την άλλη μεριά, μπορείς να ελέγξεις ένα εχθρικό πεδίο αν δεν πατήσεις το πόδι σου επί του εδάφους του;
Σε αυτά τα καίρια ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Columbia και συγγραφέας του «Governing of the World», Μαρκ Μαζάουερ, υπό το φως των εξελίξεων στην Συρία: όταν οι στρατοί μειώνονται και οι μάχες μετατρέπονται σε απολύτως ασφαλή videogame, όταν ο ρόλος του κράτους υπονομεύεται σε τέτοιο βαθμό από την κυριαρχία της οικονομίας και της τεχνολογίας, πώς επαναπροσδιορίζονται οι αξίες της Δύσης και πώς διαμορφώνεται η «ηθική του πολέμου» στον 21ο αιώνα;
Γράφει:
Η μνήμη του Ιράκ και η οργή που εξακολουθεί να προκαλεί αυτός ο πόλεμος, βαρύνουν την κοινοβουλευτική ήττα της βρετανικής κυβέρνησης για το θέμα της Συρίας και την σχετική διαμάχη στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και το γαλλικό κοινοβούλιο.
Οι αμφιβολίες που επικρατούν σε αυτά τα νομοθετικά σώματα είναι πως η κοινή γνώμη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι πολύ πιο δύσπιστη από ότι ήταν αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής δράσης και πιο ανήσυχη ως προς την τάση για τα αποκαλούμενα "χειρουργικά χτυπήματα" που μετατρέπονται σε χαμένους πολέμους.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι μετά από χρόνια περικοπών στις αμυντικές δαπάνες οι στρατιωτικοί ηγέτες είναι οργισμένοι που τους ζητείται συνεχώς να κάνουν περισσότερα έχοντας στη διάθεσή τους λιγότερα. Ο αριθμός του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού της Βρετανίας είναι χαμηλότερος από 185.000 άτομα και σύντομα θα μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο 150 ετών.
Η γαλλική κυβέρνηση προτείνει μείωση του μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού κατά 30.000 άτομα τα επόμενα έξι χρόνια.
Για μία ευρύτερη οπτική σε αυτό, θα μπορούσε κανείς να διαβάσει τον στοχασμό του Αλφρέντ ντε Βινί στο «The Warrior's Life». Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1835, θεωρείται κλασικό έργο του γαλλικού ρομαντισμού και θέτει ένα πολύ επίκαιρο ερώτημα: πόσο αξίζει ένας στρατός όταν έχει παρέλθει η χρησιμότητά του;
Όταν οι στρατοί συρρικνώνονται, οι στρατιώτες είναι οι πρώτοι που νιώθουν τις επιπτώσεις. Κανείς δεν το γνώριζε αυτό καλύτερα από τον ντε Βινί, ο οποίος ξεκίνησε την στρατιωτική του καριέρα όταν ο Ναπολέων ηττήθηκε. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο στρατός ένιωσε περιθωριοποιημένος, ενώ η χώρα γύρισε την πλάτη στην δοξασία του πολέμου και ερωτεύθηκε την ιδέα της εκπολιτιστικής αξίας της ειρήνης. Ο αριστοκράτης ντε Βινί δεν είχε χρόνο για το Ναπολέοντα. Θρήνησε όμως, την απαξίωση του κώδικα των πολεμιστών – την έννοια της ακλόνητης πίστης προς το μονάρχη, την ιδέα του καθήκοντος και της ισότητας υπό τον στρατό.
Αυτός ο κόσμος μοιάζει πλέον πολύ μακρινός αλλά το «The Warrior's Life» είναι σε κάθε περίπτωση προφητικό. Στις ΗΠΑ – εν αντιθέσει με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης – ο στρατός εξακολουθεί να είναι εξιδανικευμένος. Εάν όμως, κοιτάξει κανείς πιο βαθιά τότε θα δει ότι και εκεί, πίσω από τις σημαίες που κυματίζουν, θα βρει μία κοινωνία με βαθιές ανησυχίες για την στρατιωτική ζωή.
Οι δημοσκοπήσεις μας λένε ότι όλο και λιγότεροι άνθρωποι θέλουν να γίνουν στρατιώτες ή έχουν την αίσθηση της υποχρέωσης να υπηρετήσουν. Αυτό μπορεί να συνδέεται με το γεγονός ότι η στρατιωτική ζωή σχετίζεται πλέον όλο και λιγότερο με το πεδίο της μάχης.
Τα νούμερα των ενόπλων δυνάμεων βυθίζονται – βρίσκονται πλέον κάτω από το 0,5% του πληθυσμού, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο τουλάχιστον ενός αιώνα – και η αναλογία του προσωπικού στήριξης των δυνάμεων του μετώπου αυξάνεται. Καθώς οι στρατοί γίνονται υψηλής τεχνολογίας και εντάσεως κεφαλαίου, οι δαπάνες ανά στρατιώτη εκτοξεύονται. Παράλληλα όμως, οι πιθανότητες τραυματισμού ή θανάτου στο πεδίο της μάχης μειώνονται δραματικά.
Στο Βιετνάμ και την Κορέα δεκάδες χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, ενώ μόλις 147 θάνατοι από μάχη καταγράφηκαν στον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου και 1.000 στη σύγκρουση που ακολούθησε την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Οι αυτοκτονίες και τα ατυχήματα στοιχίζουν περισσότερες ζωές στον αμερικανικό στρατό από ότι οι εχθροί της χώρας. Η χρήση μη επανδρωμένων αεροπλάνων είναι η απόλυτη επέκταση αυτών των τάσεων. Πώς μπορεί να βρει κάποιος ηρωισμό ή στρατιωτικό πνεύμα κουνώντας ένα τηλεχειριστήριο;
Ορισμένοι Αμερικανοί στρατηγοί ήδη ανησυχούν ότι με την μετατροπή της μάχης σε ένα απολύτως ασφαλές videogame θα εκμηδενιστεί η στήριξη της κοινής γνώμης για τα στρατεύματα και θα ενταθούν οι πιέσεις για νέες περικοπές στον προϋπολογισμό. Αυτή η πίεση είναι εντονότερη στην Βρετανία. Ήδη παρατηρείται και στη Γαλλία – που αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας – παρά τα όσα έγιναν στο Μάλι. Ακόμη και στις ΗΠΑ με τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες, μπορεί αυτή η τάση να είναι προ των πυλών. Προς το παρόν έχει καταγραφεί συγκριτικά μικρή μείωση των αμυντικών δαπανών, από τα υψηλά επίπεδα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Όμως, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προβλέπει νέα μείωση του αμυντικού προϋπολογισμού στο 2,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, που θα είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι αλλαγές αυτές όμως, δεν επηρεάζουν μόνο τους στρατιώτες. Ο αείμνηστος Τσαρλς Τίλι είχε δείξει σε μία σειρά λαμπρών κοινωνιολογικών ερευνών το εύρος της στενής διασύνδεσης μεταξύ πολέμων και ευημερίας. Οι ηγέτες που ζητούσαν από τους πολίτες τους να πολεμήσουν έμαθαν με σκληρό τρόπο ότι έπρεπε να δώσουν σε αντάλλαγμα κάτι πιο απτό και δελεαστικό, από το προνόμιο να πεθάνουν στο όνομα του ηγέτη τους. Για αυτό η έλευση των μαζικών στρατευμάτων από κληρωτούς, ενωμένοι στην πίστη για την πατρίδα, συνέπεσε με τη δραματική μεταμόρφωση της φύσης του κράτους κατά τον 20ο αιώνα και στην ταχεία επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων με τη μορφή της δημόσιας στέγασης, των συστημάτων υγείας και της παιδείας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, το ποσοστό του πληθυσμού που φορούσε στρατιωτική στολή στη Βρετανία και τις ΗΠΑ είχε πλησιάσει το εντυπωσιακό 10%. Αυτού του είδους οι πόλεμοι έφεραν ολόκληρες κοινωνίες κοντά σε νέα πρότυπα ισότητας και επέδειξαν την αναγκαιότητα του ίδιου του κράτους ως διαμεσολαβητή στις βιομηχανικές σχέσεις, αλλά και στον οικονομικό σχεδιασμό.
Τα πορίσματα αυτά διδάχθηκαν και εφαρμόστηκαν και μετά τον Πόλεμο, στηρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη διαχείριση του καπιταλισμού της Δύσης στα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική ανάπτυξη μετά το 1945.
Από αυτά τα πορίσματα, σχεδόν τίποτα δεν έχει απομείνει. Ο μικρότερος, πιο λιτός και μεγαλύτερης εντάσεως κεφαλαίου στρατός των τελευταίων λίγων δεκαετιών έχει συμβάλει στο να είναι πιο δειλά τα κράτη κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Με τις εντεινόμενες ανισότητες της σημερινής εποχής σε εισόδημα και πλούτο, τα κοινωνικά επιτεύγματα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων έχουν σβήσει. Κανείς βεβαίως δεν εύχεται να γίνει κάποιος πόλεμος για να μάθει ο κόσμος τις αρετές ενός δυναμικού κράτους και το ρόλο του στην παγίωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Φαίνεται όμως, πως δεν έχουμε ένα υποκατάστατο για την αναδιανεμητική μηχανή που μετέτρεψε τις «τέσσερις ελευθερίες» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ – ελευθερία λόγου, θρησκείας, απελευθέρωση από τα «θέλω» και το φόβο – σε δημόσια αγαθά.
Καθώς το πολεμικό ήθος σβήνει στη μνήμη, αυτό που χάνεται δεν είναι μόνο η ρομαντική προσέγγιση του ντε Βινί για τη ζωή, αλλά κάτι που ίσως να είναι πιο πολύτιμο: τα εξαιρετικά κυβερνητικά επιτεύγματα του 20ου αιώνα. Μία από τις πιο επείγουσες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι να βρούμε μία νέα και ιδιαίτερα σύγχρονη βάση για πολιτική ισότητας στην μετα-στρατιωτική εποχή.