Παρά το ότι σημειώθηκαν περισσότερες γεννήσεις από ό,τι θάνατοι και αυξήθηκε η μετανάστευση, μειώθηκαν οι μόνιμοι κάτοικοι στην Ελλάδα. Βαλκάνιοι το 65% των αλλοδαπών.
Το 52,8% του συνολικού πληθυσμού συγκεντρώνουν μαζί οι περισσότερες περιφέρειες που φιλοξενούν τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Πρώτη κόβει το νήμα η Περιφέρεια Αττικής συγκεντρώνοντας 3.827.624 κατοίκους, που αντιστοιχούν περίπου στο 35,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ενώ με 1.881.869 ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία, συγκεντρώνοντας το 17,4%.
Η Περιφέρεια Αττικής δεν είναι μόνο η πολυπληθέστερη, αλλά φαίνεται πως σηκώνει και το μεγαλύτερο βάρος της μείωσης πληθυσμού σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή, μαζί με εκείνη της Δυτικής Ελλάδας.
Στην πρώτη σημειώνεται μείωση περίπου 66.949 ατόμων επί του μόνιμου πληθυσμού, ενώ στη δεύτερη αγγίζει τις 41.745 άτομα, προσεγγίζοντας και οι δύο μαζί ποσοστό που κυμαίνεται στο 85%-90% της συνολικής απώλειας αν και τα στοιχεία δεν μπορούν να είναι απόλυτα συγκρίσιμα, καθώς η μεθοδολογία και η διοικητική διαίρεση διαφέρουν σημαντικά.
Οι νεότεροι και οι γηραιότεροι
Η υψηλότερη μέση ηλικία εντοπίζεται στην Περιφέρεια Ηπείρου με 44,2 έτη. Στον αντίποδα βρίσκεται το Νότιο Αιγαίο με μέση ηλικία 39,8 έτη, όταν η μέση ηλικία για το σύνολο του πληθυσμού ανέρχεται στα 41,9 έτη.
Οι κάτοικοι του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων είναι εκείνοι που ζουν περισσότερο (η μέση ηλικία είναι τα 57,9 έτη), ενώ πέντε στους δέκα δήμους με τη μικρότερη μέση ηλικία βρίσκονται στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη, με τον δείκτη στον Δήμο Φυλής να δείχνει τη χαμηλότερη μέση ηλικία στα 35,3 έτη.
Την ίδια στιγμή σε 1.569.089 άτομα ανέρχεται ο πληθυσμός που ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 0-14, ενώ για τις ηλικίες 15-29 διαμορφώνεται σε 1.903.998, δεδομένα που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι από τα μέσα της δεκαετίας του '90 ως σήμερα γεννήθηκαν στη χώρα μας λιγότερα παιδιά από ό,τι την προηγούμενη δεκαπενταετία (1980-1994).
Δεν μπορούμε φυσικά να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η ηλικία τεκνοποίησης των ζευγαριών έχει μετατεθεί μέσα σε αυτά τα χρόνια, ακόμη και κατά μία δεκαετία ή και περισσότερο, λόγω της δυναμικής στροφής της γυναίκας στην αγορά εργασίας, αλλά και των νέων κοινωνικών και οικονομικών προτύπων που επικράτησαν στην ελληνική κοινωνία.
Στο σύνολο των 4.134.157 νοικοκυριών που υπάρχουν στη χώρα, ποσοστό 55,2% έχουν μόλις ένα ή δύο μέλη, ενώ τρία ή τέσσερα μέλη μετρά το 37,4%.
Το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού ανέρχεται σε 2,6 άτομα, με το μεγαλύτερο να εμφανίζεται στον Δυτικό Τομέα της Αθήνας (3 άτομα) και το μικρότερο στον Κεντρικό (2 άτομα).
Οι πυρηνικές οικογένειες ανέρχονται σε 3.021.133, αυξημένες κατά 110.265 από το 2001, διάστημα κατά το οποίο παρατηρείται συγχρόνως αύξηση της τάσεως του 31,7% στις μονογονεϊκές οικογένειες, οι οποίες ανέρχονται στις 463.713. Από αυτές τα παιδιά ζουν με τον πατέρα στις 74.421, ενώ με τη μητέρα στις 389.292 οικογένειες.
Στο 19,7% η αύξηση των αλλοδαπών
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2011, 911.929 άτομα με υπηκοότητα άλλων χωρών ζουν στην Ελλάδα, εκ των οποίων 708.003 έχουν υπηκοότητα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και 4.825 καταγράφηκαν τον Μάιο του 2011 χωρίς ή με αδιευκρίνιστη υπηκοότητα.
Στη δεκαετία που μεσολάβησε ο μόνιμος πληθυσμός αλλοδαπών αυξήθηκε κατά περίπου 19,7% από 761.813 άτομα που ήταν το 2001, με τη συντριπτική πλειονότητά τους να συγκεντρώνονται στις αστικές περιοχές.
Ποσοστό περίπου 52,8% των αλλοδαπών είναι από την Αλβανία, όμως αξιοσημείωτη αύξηση σε σχέση με τα στοιχεία του 2001 παρατηρείται στον πληθυσμό Βουλγάρων και Ρουμάνων που υπερδιπλασιάστηκαν, οι πρώτοι από 35.104 αυξήθηκαν σε 75.915, ενώ οι δεύτεροι από 21.994 έγιναν 46.523.
Η μεγαλύτερη αύξηση της δεκαετίας δεν προήλθε όμως από τα Βαλκάνια, αλλά από την Ασία και αφορά κατοίκους που έχουν έχουν πακιστανική υπηκοότητα. Ο μόνιμος πληθυσμός τους τριπλασιάστηκε από 11.130 το 2001 σε 34.177 άτομα το 2011.
Πηγή: Το Βήμα