Προχθές η δημοσιογράφος Σοφία Παπαϊωάννου διέπραξε το «σφάλμα» να πάει σινεμά στα Εξάρχεια. Αποτέλεσμα; Δέχθηκε το υβρεολόγιο και την επίθεση αγνώστων με γιαούρτια, αβγά αλλά και προπηλακισμούς εις βάρος του προσώπου που τη συνόδευε, γράφει σε άρθρο του στην Καθημερινή ο Ηλίας Μαγκλίνης.
Δεν ξέρω τι έργο πήγαινε να δει, «δεν μιλάμε» με την καλή δημοσιογράφο, υπό την έννοια ότι η επαφή μας περιοριζόταν πάντοτε σε μερικές τυχαίες συναντήσεις στους χώρους της «Κ», λόγω και της μέχρι πρότινος συνεργασίας της με την τηλεόραση του ΣΚΑΪ. Μοναδική εξαίρεση, η κίνησή της να με ευχαριστήσει για μια παρουσίαση του πολύ καλού βιβλίου της «Κρυμμένο στο Αιγαίο. Μια αληθινή ιστορία» (εκδ. Πατάκη) στη σαββατιάτικη «Κ». Δεν χρειάζεται όμως να γνωρίζεις ή να συμπαθείς ή να εκτιμάς έναν άνθρωπο για να δηλώσεις την αμέριστη συμπαράστασή σου όταν πέφτει θύμα τραμπουκισμού - ειδικά όταν αυτό συμβαίνει επειδή απλώς είναι δημοσιογράφος.
Η ειρωνεία είναι ότι, για μια ακόμη φορά, το συμβάν έλαβε χώρα στην περίφημη «περιοχή ελεύθερης διακίνησης ιδεών», όπως ορισμένοι διατείνονται ότι είναι η ιστορική συνοικία.
Πάντοτε είχα την αίσθηση ότι η έκφραση αυτή είχε κάτι παράλογο: λες και στην Κυψέλη ή στα Σεπόλια, στου Ψυρρή, στο Παγκράτι ή και στο Κολωνάκι και τους Αμπελόκηπους οι ιδέες δεν διακινούνται ελεύθερα. Λες και όλες οι άλλες συνοικίες της Αθήνας ζουν σε κάποιο ανελεύθερο καθεστώς, σε κάποια άλλη διάσταση ή πλανήτη.
Βεβαίως, στην ισοπεδωτική «λογική» που θέλει όλους τους δημοσιογράφους να είναι «πουλημένοι» ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, δεν θα παγιδευθούμε. Με άλλα λόγια, δεν θα «τσουβαλιάσουμε» γενικώς και αορίστως τα Εξάρχεια: μια όμορφη, ζωντανή γειτονιά στην οποία πράγματι άνθησαν βιβλιοπωλεία, δισκάδικα, χώροι ιδεών και δημιουργίας, μπαρ και καφέ που στέγασαν διανοούμενους και καλλιτέχνες, χώροι στους οποίους γίνονταν ζυμώσεις και αναζητήσεις. Φυσικά, δεν γίνονταν μόνον αυτά και ούτε πρόκειται, από την άλλη, να ωραιοποιήσουμε μια ακόμα γειτονιά της Αθήνας ανάμεσα στις άλλες. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, κάτι σάπιο πλανιέται προς τα κει. Από επιτόπιο ρεπορτάζ στην περιοχή λίγο μετά τα γεγονότα του 2008 και πριν από την έλευση της οικονομικής κρίσης, είχαμε ακούσει αφηγήσεις για διάφορες ομάδες υποτιθέμενων αντεξουσιαστών, οι οποίοι μπουκάριζαν σε σούπερ μάρκετ ή σε εστιατόρια κι έπαιρναν αυτό που ήθελαν χωρίς να πληρώνουν. Εκπρόσωποι παλαιότερων γενεών αντεξουσιαστών δήλωναν τρομαγμένοι με τους «πιτσιρικάδες» που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια. «Οταν κάποιοι βάζουν έναν δεκαπεντάχρονο να επιτεθεί στο αστυνομικό τμήμα, αργότερα, στα είκοσί του τι θα κάνει αυτό το παιδί;», μας είχε πει χαρακτηριστικά «παλιά καραβάνα» των Εξαρχείων. Πάνω απ' όλα, οι παλαιοί ακτιβιστές είχαν τρομάξει με τον μηδενισμό των νεότερων. Και αυτός ο μηδενισμός εκφράστηκε μετά με προσωπικές επιθέσεις σε συγγραφείς, δημοσιογράφους, εκλογολόγους και γενικώς σε όποιες «φάτσες δεν γούσταραν».
Ετσι, αυτό το «ελεύθερη διακίνηση ιδεών», ό,τι κι αν σημαίνει, ακούγεται πια σαν ένα κακόγουστο ανέκδοτο - η αλλιώς: η ελεύθερη διακίνηση ιδεών ισχύει μονάχα αν οι ιδέες σου είναι ταυτόσημες με τις δικές μας. Από κει και πέρα, μιλάει μόνο το ένστικτο του ζώου. Ωραία. Μια χαρά το πάτε, παιδιά. Μια χαρά δουλεύετε για τους χρυσαυγίτες.