Αρχές Σεπτέμβρη του 2003, τέτοιες μέρες πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, πέθανε στο Παρίσι ο Ηλίας Πετρόπουλος. Ήταν ο μέγιστος της λαογραφίας του άστεως, κάτοχος της πιο αποκαλυπτικής «λοξής ματιάς», γράφει ο Γιώργος Αλλαμανής στο Ποντίκι και αναζητά κάτι σαν αυτόν.
Και συνεχίζει ο Γιώργος Αλλαμανής:
Ήταν μεθοδικός σαν το μερμήγκι, ερευνητής απόλυτα μοναχικός, με υπερόπλο μια μνήμη ελέφαντα που έκανε σκόνη χίλιους σκληρούς δίσκους ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Είπαν ότι έψαξε, μίλησε κι έγραψε για το περιθώριο. Μισούσε τη λέξη περιθώριο, τη θεωρούσε ύπουλη. Προτιμούσε τον όρο υπόκοσμος, για να καλύψει έναν κόσμο τον οποίο ποδοπατούν οι πάντες: οι μπουρζουάδες, οι μεσοαστοί, οι μικροαστοί, οι προλετάριοι, οι κομμουνιστές, οι φασίστες και πάει λέγοντας. Ο υπόκοσμος του Πετρόπουλου χώρεσε απ' τους ρεμπέτες και τις αδελφές μέχρι τους ποινικούς και τους περιπτεράδες, απ' τους φλώρους και τους μπανιστιρτζήδες μέχρι τους βαρυποινίτες και όσους εξασκούσαν, χαμένα πια, επαγγέλματα του δρόμου.
Πόσες μηνύσεις θα του έριχνε η Χρυσή Αυγή, αυτή που τολμά να σέρνει στα δικαστήρια έναν σεβάσμιο Έλληνα Εβραίο διεθνιστή όπως ο Σάββας Μιχαήλ, για τον στίχο «Μπροστά στο γυμνό κορμί μιας γυναίκας/ ξεχνώ και την πατρίδα μου ακόμα»; Είναι από το ποίημα του Πετρόπουλου «Σώμα», για το οποίο δικάστηκε και καταδικάστηκε σαν ανθέλληνας, αυτός που μόνο την Ελλάδα είχε στον νου του.
Σήμερα, στην Ελλάδα της καταστροφής, ζητείται κατεπειγόντως ένας 30άρης Ηλίας Πετρόπουλος. Να αγαπήσει τους παράνομους, τους απόκληρους, τους κολασμένους. Να καταδυθεί ολομόναχος στον πάτο του κοινωνικού πηγαδιού. Να φωτίσει τα σκλαβωμένα μαύρα κορίτσια που κάνουν πιάτσα στην πλατεία Θεάτρου.
Να καταγράψει τα Ελληνοαλβανάκια που ραπάρουν. Να αφουγκραστεί τους μαυροντυμένους συνομήλικους του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που παίζουν απελπισμένα με τη φωτιά της πολιτικής τρομοκρατίας. Να σταθεί όρθιος στις θύρες των οπαδών της μπάλας. Να ακολουθήσει τα κρυφά μονοπάτια των δουλεμπόρων, να χωθεί στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας και στα στρατόπεδα κράτησης των μεταναστών. Να τρυπήσει τους τοίχους των φυλακών και των δημόσιων σχολείων που είναι σαν φυλακές. Να υφάνει κόμπο κόμπο το λερό πέπλο της απόγνωσης, της ανεργίας, του ξαναζεσταμένου ναζισμού.
Και να γράψει, όπως ο Πετρόπουλος, για εκατό θέματα έχοντας στα σκαριά άλλα χίλια. Ερευνώντας, παρατηρώντας και διαβάζοντας ανοιχτόμυαλα. Να γράψει ελληνοκεντρικά χωρίς ίχνος εθνικισμού. Με σεβασμό στους κάθε λογής μάστορες, με κατανόηση για την αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης, με οξύ πολιτικό κριτήριο.
Το 1984, δεν είχα ακόμα κλείσει τα 20, το ένστικτό μου με έστειλε στη Γαλλία να τον συναντήσω. Ο διάολος μόνο ξέρει πόσο κακό μου έκανε εκείνη η πρώτη τετραήμερη συνάντησή μας (οι δυο μας σ' ένα χωριό με ένα μαγνητοφωνάκι να ηχογραφεί κι έξω χιόνια και μείον 20 βαθμοί Κελσίου...) κι όσες ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Κακό, γιατί με έβγαλε απ' την «καλή» βολή του δόγματος, με ξωπέταξε απ' την αναπαυτική πολυθρόνα της βεβαιότητας. Και μου 'δωσε μια στον πισινό για ένα εκθαμβωτικό ταξίδι που πάντα κλονίζεται απ' την αμφιβολία.