Υπήρξε ένας από τους πιο δυνατούς έρωτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Αυτός, ο Σινάτρα, ήταν ίσως ο πιο προικισμένος τραγουδιστής και ηθοποιός της γενιάς του. Εκείνη, η Αβα Γκάρντνερ, μία από τις ωραιότερες γυναίκες που ανέδειξαν ποτέ τα αμερικανικά studios. Λογικά, ήταν φτιαγμένοι για να ζήσουν τον απόλυτο έρωτα, σαν να μετέφεραν την ζωή τους στον κινηματογράφο. Αν και έζησαν κινηματογραφικά η σχέση τους κάηκε σαν σε film noire μέσα στο πάθος, τον εγωισμό, το αλκοόλ και την βία.
Ενας από τους πιο διαδεδομένους και καλύτερα τεκμηριωμένους μύθους του Χόλιγουντ είναι ότι ο Φρανκ και η Αβα συνέχισαν να αγαπούν ο ένας τον άλλο μετά το διαζύγιό τους το 1957. Η Αβα είχε ένα μοναδικό χάρισμα, ανάμεσα σε πολλά άλλα που την ανέδειξαν σε μια γυναίκα με πολύ στυλ: παντρεύτηκε με τρεις δύσκολους άνδρες και παρέμεινε φίλη και με τους τρεις μετά τα αντίστοιχα διαζύγια. Στην περίπτωση όμως του Φρανκ, ήταν κάτι περισσότερο από φιλία: η σπίθα ποτέ δεν έσβησε. Η ίδια η ηθοποιός το διηγείται στα απομνημονεύματά της (Αβα Γκάρντνερ, «Με τη δική της φωνή».):
«Μπορεί να ήμασταν σε διαφορετικές πόλεις, σε διαφορετικές χώρες, αλλά ποτέ δεν ήμασταν χώρια. Και από καιρού εις καιρόν, ο Φρανκ μου τηλεφωνούσε στη Μαδρίτη, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, όπου κι αν ήμουν, και έλεγε: "Αβα, ας προσπαθήσουμε ξανά". Κι εγώ έλεγα, "Εντάξει! " και τα παρατούσα όλα, μερικές φορές ακόμη και ένα ρόλο σε κάποια ταινία. Και ήταν υπέροχα, αλλά δεν διαρκούσε πάνω από μια μέρα. Κι έφευγα πάλι τρέχοντας, τρέχοντας στ΄ αλήθεια. Ποτέ δεν καταφέρναμε να καταλάβουμε τελείως γιατί δεν λειτούργησε και γιατί ποτέ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει».
Δεν λειτούργησε, γιατί και οι δύο ήταν εξίσου γοητευτικοί, παθιασμένοι, ζηλιάρηδες και αλκοολικοί. Και επειδή ο Τύπος ποτέ δεν τους άφησε ήσυχους. Και επειδή οι σταδιοδρομίες τους τούς οδηγούσαν σε εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις.
«Οι όρκοι για μια αιώνια αγάπη»
Η Αβα Γκάρντνερ ήταν ένα ντροπαλό κορίτσι του Νότου, από ταπεινή οικογένεια χωρικών με καταγωγή από την Ιρλανδία και τη Σκωτία. Μεγάλωσε μέσα σε φυτείες καπνού, δουλεύοντας και η ίδια στη συλλογή των φύλλων και εξοικονομώντας τα χρήματα για να πηγαίνει κάθε εβδομάδα στο μοναδικό κινηματογράφο του Σμίθφιλντ. Ο αγαπημένος ηθοποιός της εφηβείας της ο Κλαρκ Γκέιμπλ και η αγαπημένη της ταινία όπου πρωταγωνιστούσε η «Μια γυναίκα πειρασμός». Τότε δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι, πολλά χρόνια αργότερα, θα γινόταν η ίδια πρωταγωνίστρια σε μια νέα έκδοση της ταινίας με τίτλο «Μογκάμπο» και ότι θα είχε τον ίδιο τον Γκέιμπλ συμπρωταγωνιστή.
Ηταν απίστευτα όμορφη από την παιδική της ηλικία. Η κορμοστασιά της, τα πράσινα μάτια, το μεταξένιο δέρμα, το λακκάκι στο πιγούνι. Ο Λάρι Ταρ, φωτογράφος από τη Νέα Υόρκη που είχε παντρευτεί την μεγαλύτερη αδελφή της, την Μπάπι, έστειλε κάποια πορτρέτα της στα στούντιο της Μέτρο Γκόλντγουιν Μάγερ, όπου σύντομα την προσέλαβαν, προσθέτοντάς την στον κατάλογο των νέων ταλέντων, τα οποία πιθανόν να μη χρησιμοποιήσουν ποτέ. Η Αβα δεν ονειρευόταν να παίξει στον κινηματογράφο, αλλά δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν καλύτερο από το να παρακολουθεί μαθήματα για να γίνει δακτυλογράφος. Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία.
Συνεσταλμένη κατά βάθος, με μεγάλη ανασφάλεια για τις υποκριτικές της ικανότητες, τις οποίες δεν θεώρησε ποτέ σημαντικές, σαστισμένη από τον αντίκτυπο που είχε η ομορφιά της στους άλλους, έπινε κυρίως για να ξεπεράσει αυτές τις αδυναμίες. Ηταν στο Χόλιγουντ, έλεγε, γιατί αυτό της έδινε χρήματα και της επέτρεπε να διατηρεί ένα καλό επίπεδο ζωής. Αλλά απεχθανόταν τη Μέτρο Γκόλντγουιν, το σύστημα των στούντιο. Τους έκανε να κερδίσουν πολλά χρήματα, ενώ η ίδια πήρε πολύ λιγότερα από όσα άξιζε. Ωστόσο, είχε μεγάλο ταλέντο, και με τα χρόνια οι ερμηνείες της ανέδειξαν μια εξαιρετική ευαισθησία και δραματικότητα. Ο Γκρέγκορι Πεκ, που υπήρξε στενός της φίλος, έδωσε τον εξής χαρακτηρισμό γι΄ αυτήν: «Πάντα την θαύμαζα ως ηθοποιό και πιστεύω ότι οι δραματικές της ικανότητες δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς, διότι οι άνθρωποι γοητεύονταν από την ομορφιά της και δεν περίμεναν περισσότερα απ΄ αυτήν (...). Ηταν πολύ δύσκολο να χαλιναγωγηθεί η Αβα, λόγω του ισχυρού της χαρακτήρα, της εντιμότητάς της και της σχεδόν εξωπραγματικής ομορφιάς της».
Η εντιμότητα της Αβα εκφραζόταν επίσης στο γεγονός ότι ζούσε τη ζωή της όπως η ίδια ήθελε. Ηταν τελείως ελεύθερη και ανεξάρτητη. Η συνεσταλμένη κοπέλα, που ήταν κατά βάθος, αγωνιζόταν να δώσει τόπο στη γυναίκα που διαμορφωνόταν με βάση την επιτυχία και τα σκληρά χτυπήματα. Στα τελευταία συγκαταλεγόταν και ο έρωτας.
Ο Φρανκ τήν είχε βάλει στο μάτι από το 1944. Αυτό αφηγείται ο Τζ. Ράντι Ταραμπορέλι στη βιογραφία του, «Σινάτρα. Με τον τρόπο του»: «Ο Φρανκ Σινάτρα είχε γοητευτεί από την Αβα Γκάρντνερ, την εποχή που ακόμα τραγουδούσε με τον Τόμι Ντόρσεϊ, όταν είδε μια φωτογραφία της στο εξώφυλλο του Δεκεμβρίου του 1944 του "Ρhotoplay" (στο οποίο εμφανιζόταν με γυμνούς ώμους και ένα περιδέραιο με σμαράγδια, πανάκριβο, από ό,τι έδειχνε). Η φωτογραφία ενθουσίασε τον Σινάτρα (η λεζάντα της φωτογραφίας έλεγε: "Είναι σεξοβόμβα!").
"Σου τρέχουν τα σάλια, Φράνκι", του είπε ένας φίλος. "Σ΄ αρέσει αυτό που βλέπεις, ε;".
"Και βέβαια μ΄ αρέσει. Και θέλεις να μάθεις και κάτι άλλο; Αυτό το μωρό εγώ θα το παντρευτώ"».
Οταν η Αβα και ο Σινάτρα συναντήθηκαν για πρώτη φορά, εκείνη ήταν ακόμα παντρεμένη με τον ηθοποιό Μίκι Ρούνεϊ, ο οποίος ήταν ο πρώτος σύζυγός της. Συναντήθηκαν στο κλαμπ «Μοκάμπο», στην οδό Σάνσετ Στριτ. Ο Φρανκ ήταν ήδη είδωλο και διάσημος ζεν πρεμιέ και φυσικά δεν έχασε την ευκαιρία να της ψιθυρίσει στο αυτί ότι λυπόταν που ήταν ήδη παντρεμένη. Και ο ίδιος ο Σινάτρα ήταν παντρεμένος, παρόλο που αυτό ποτέ δεν τον εμπόδιζε να έχει φιλίες με άλλες γυναίκες. Ο γάμος του με τη Νάνσι Μπαρμπάτο συνέχιζε να ισχύει μόνο λόγω της αυστηρότητας του καθολικισμού και της ύπαρξης των τριών παιδιών του. Ο Σινάτρα ζούσε τη ζωή του στα άκρα. Και η Νάνσι είχε την πανούργα υπομονή των συζύγων που υποστηρίζονται από τη θρησκεία: στο κάτω κάτω, ο σύζυγός της πάντα επέστρεφε. Με λίγη υπομονή θα μάζευε τα κομμάτια του όταν θα ήταν γέρος και κουρασμένος. Δεν υπολόγιζε ότι θα συναντούσε στον δρόμο του την Αβα Γκάρντνερ.
Οταν ερωτεύτηκαν, χρόνια έπειτα από εκείνη την πρώτη συνάντηση, η Αβα είχε ήδη δύο αποτυχημένους γάμους πίσω της: με τον Ρούνεϊ και με τον μουσικό Αρτι Σο. Και ο Φρανκ ζούσε εργένης σε ένα διαμέρισμα κοντά σε εκείνο στο οποίο ζούσαν η Αβα και η Μπάπι στο Χόλιγουντ. Αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Και οι δύο ήξεραν ότι έπαιζαν σκληρό παιχνίδι.
Την άνοιξη του ΄49, στο Παλμ Σπρινγκς, συναντήθηκαν σε ένα πάρτι, ο καθένας μ΄ ένα ντράι μαρτίνι στο χέρι. Ηταν η εποχή που εκείνη άρχιζε να γίνεται γνωστή ως σταρ του κινηματογράφου. Υστερα από πολλούς δεύτερους ρόλους, η εξαιρετική ομορφιά της τής άνοιγε πλέον το δρόμο προς τη φήμη. Οι ταινίες «Οι δολοφόνοι», στο πλευρό του Μπαρτ Λάνκαστερ, «Το ξύπνημα της Αφροδίτης» και «Στο νησί των παρανόμων», με τον Ρόμπερτ Τέιλορ, ήταν εκείνες που την ανέδειξαν σε μια από τις πιο ελπιδοφόρους ηθοποιούς της Μέτρο, το στούντιο που περηφανευόταν, και δικαίως, ότι είχε «περισσότερα αστέρια κι από τον ουρανό». Από την άλλη μεριά, η καριέρα του Σινάτρα είχε πάρει την κάτω βόλτα. Η φωνή του είχε σπάσει, αντιμετώπιζε προβλήματα με τη δισκογραφική εταιρεία του, ενώ στην τελευταία του ταινία, «Μια μέρα στη Νέα Υόρκη», το όνομά του εμφανιζόταν κάτω από το όνομα του Τζιν Κέλι.
Αργησαν να κάνουν έρωτα, αλλά η μέρα εκείνη θα πρέπει να τους έμεινε αξέχαστη: «Ω, Θεέ μου, ήταν σκέτη μαγεία!» γράφει η Αβα. «Γίναμε εραστές για πάντα, αιώνια». Ηταν ένα σωστό προαίσθημα, καθώς, δέκα χρόνια μετά, όταν από τη ζωή και των δύο είχαν περάσει πολλοί άλλοι έρωτες (για την Αβα, ακόμα και ο ταυρομάχος Λουίς Μιγκέλ Ντομινγκίν, που δεν ήταν και μικρό κατόρθωμα), ο Σινάτρα έφτασε στο σημείο να πάρει το αεροπλάνο για την Αυστραλία, όπου η Αβα συμμετείχε στα γυρίσματα της ταινίας «Οσο θα υπάρχει ο κόσμος», για να περάσει μερικά μερόνυχτα με την πρώην σύζυγό του.
Ο Σινάτρα είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην καριέρα του, ξεκινώντας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις αρχές της δεκαετίας του ΄40. Τα πιο συντηρητικά στρώματα της χώρας δεν συγχώρεσαν την τεράστια επιτυχία ενός ιταλοαμερικανού λαϊκού τραγουδιστή και φανατικού φιλελεύθερου που τραγουδούσε σε σχολεία στα οποία δεν ίσχυε ο φυλετικός διαχωρισμός. Αρχισαν να τον κατηγορούν ότι είναι κομμουνιστής, και όχι μόνον αυτό: ότι ήταν δειλός που δεν πολέμησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρότι ήταν ο στρατός που δεν τον είχε δεχτεί στις τάξεις του. Οι περιπέτειές του με τις γυναίκες δεν τον βοήθησαν να βελτιώσει την εικόνα του. Είχε ένα διαβόητο ειδύλλιο με την Λάνα Τάρνερ, η οποία είχε αμέτρητους εραστές και είχε εγκαταστήσει στο καμαρίνι της ένα διπλό κρεβάτι και καθρέφτες για να εκμεταλλεύεται τον ελεύθερο χρόνο της ανάμεσα στα γυρίσματα.
Το γεγονός ότι η καριέρα του Σινάτρα βρισκόταν σε αδιέξοδο δεν στάθηκε, παρόλα αυτά, ιδιαίτερο εμπόδιο στη σχέση του με την Αβα, μπροστά στον πιο σημαντικό εχθρό τους: τη ζήλεια, που επιδεινωνόταν από το αλκοόλ. Εκείνη την εποχή, η κατανάλωση αλκοόλ δεν αντιμετωπιζόταν αρνητικά στο Χόλιγουντ. Και στους δυο τους άρεσε πάντα το ποτό, κάθε είδους και κάθε στιγμή της ημέρας. Ο Φρανκ ζήλευε αναδρομικά όλους τους πρώην της, και η Αβα γινόταν έξαλλη όταν εκείνος κοίταζε κάποια άλλη.
Οπως λέει η Ρίνι, υπηρέτρια και φίλη του ζευγαριού για πολλά χρόνια: «Ηταν κρίμα που δεν κατάφεραν να γίνουν ευτυχισμένοι. Δεν είχαν πολλές ειρηνικές στιγμές οι δυο τους, δεν ήταν τέτοιο το ταμπεραμέντο τους. Το παραμικρό αρκούσε για να αρχίσουν τον καβγά».
Σαν να μην έφτανε αυτό, όταν άρχισε η σχέση τους, έγιναν ο αγαπημένος στόχος του Τύπου. Για μια ηθοποιό που ειδικευόταν σε ρόλους βαμπ και έναν ιταλοαμερικανό τραγουδιστή που ήταν ακόμα παντρεμένος, σήμερα φαίνεται πραγματικός άθλος από μέρους τους το ότι δεν τους κατέστρεψε η ίδια σεμνοτυφία που είχε καταστρέψει, μεταξύ άλλων, την καριέρα της Ινγκριντ Μπέργκμαν στο Χόλιγουντ, ή ότι δεν τους έθαψε ο καθωσπρεπισμός ή τα δηλητηριώδη σχόλια των σκανδαλοθηρικών εντύπων.
Ισως αυτό που τούς συνέβη να ήταν ότι είχαν να παλέψουν με τους δικούς τους δαίμονες. «Με τον καιρό, έμαθαν πώς να εκμεταλλεύεται ο ένας τα αδύνατα σημεία του άλλου, χρησιμοποιώντας τα ως όπλο στις μάχες που έδιναν μεταξύ τους», λέει ο Ταραμπορέλι. Οι καβγάδες πριν από τον γάμο τους προοιωνίζονταν την πορεία της μελλοντικής τους σχέσης. Ο Φρανκ έκανε τουλάχιστον δύο απόπειρες αυτοκτονίας στην προσπάθειά του να την κρατήσει ύστερα από εκείνους τους καβγάδες. Παντρεύτηκαν το 1951, αφού η Νάνσι, έχοντας χάσει κάθε μάχη, συμφώνησε να δώσει διαζύγιο στον Σινάτρα που, παρότι ήταν κατεστραμμένος οικονομικά, το πλήρωσε χρυσό. Πέρασαν τον μήνα του μέλιτος στην Αβάνα της Κούβας του Μπατίστα, εκείνο το καζίνο- οίκο ανοχής που ήταν τότε το νησί για τους πλούσιους Αμερικανούς. Και, φυσικά, δεν έλειψαν τα κοκτέιλ κούμπα-λίμπρε.
Μια ανθοδέσμη κάθε Χριστούγεννα
Τον Οκτώβριο του ΄53, το ζεύγος Σινάτρα χώρισε. Σ΄ αυτό το διάστημα είχαν συμβεί πολλά. Τα γυρίσματα της «Πανδώρας» στην Ισπανία και μια σύντομη περιπέτεια της Αβα με τον Ισπανό ταυρομάχο και ποιητή Μάριο Καμπρέ. Τα γυρίσματα του «Μογκάμπο» στην Αφρική και δύο εκτρώσεις που έκανε η Αβα κρυφά στο Λονδίνο, πεπεισμένη ότι η αστάθεια του επαγγέλματός της και του γάμου της δεν ήταν η καλύτερη εγγύηση για να μεγαλώσει ένα παιδί, όσο και να το ήθελε, και όσο επώδυνη κι αν ήταν η απόφασή της να το ρίξει. Η επιστροφή του Σινάτρα στην κορυφή μετά τη συμμετοχή του στην ταινία «Οσο υπάρχουν άνθρωποι», έναν ρόλο που του χάρισε το Οσκαρ και που τον πήρε χάρη στην Γκάρντνερ η οποία είχε πιέσει την παραγωγό εταιρεία να του κάνει ένα δοκιμαστικό.
«Μας πλήγωσε η αγάπη μας και μας ταλαιπώρησε τόσο που δεν μπορούσαμε να αντέξουμε πια», γράφει η Αβα. Πήρε ένα καλό μάθημα και δεν ξαναπαντρεύτηκε, αλλά συνέχισε να έχει τη μια σχέση μετά την άλλη: με τον Λουίς Μιγκέλ Ντομινγκίν, με τον Ουόλτερ Τσιάρι, με τον Τζορτζ Κ. Σκοτ, οι πιο γνωστές. Ο Φρανκ όμως παντρεύτηκε: με την νεαρότατη Μία Φάροου και, τέλος, με την Μπάρμπαρα Μαρξ.
Η Αβα πήγε στην Ισπανία, όπου έζησε φλογερές νύχτες και παθιασμένους έρωτες, μέσα σ΄ ένα σύννεφο από αλκοόλ, ταυρομαχίες και φλαμένκο. Ο Φρανκ, ανερχόμενο αστέρι και πάλι, έγινε ο μεγάλος Σινάτρα που ξέρουμε, μέχρι τον θάνατό του, οχτώ χρόνια μετά τον θάνατο της Αβα. Η δική της καριέρα συνεχίστηκε με λιγότερη ένταση. Μετά την Ισπανία η Γκάρντνερ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που την άφησε σε πολύ άσχημη κατάσταση, αλλά εξακολούθησε να έχει επαφή με τον Σινάτρα, κι εκείνος συνέχιζε να της στέλνει μια ανθοδέσμη κάθε Χριστούγεννα.
Στην κηδεία της, στις 29 Ιανουαρίου 1990, όλοι αναρωτιόνταν αν θα εμφανιζόταν ο Φρανκ Σινάτρα. Κάποια στιγμή, μια μαύρη λιμουζίνα πλησίασε σιωπηλά, σταματώντας σε απόσταση ασφαλείας. Ποιος ήταν ο μυστηριώδης επιβάτης κρυμμένος πίσω από τα φιμέ παράθυρα; Σίγουρα ο Σινάτρα, σκέφτηκε ο κόσμος. Δεν ήταν εκείνος, αλλά ένας κομμωτής, φίλος της Αβα. Ο Φρανκ δεν εμφανίστηκε για να μη γίνει τσίρκο η κηδεία. Είχε φροντίσει όμως για τον ανθοστολισμό της τελετής.
Φρανκ Σινάτρα
Γεννήθηκε στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσεϊ το 1915. Πέθανε το 1998 στο Λος Αντζελες. Γιος πολύ φτωχών Ιταλών μεταναστών, έγινε γνωστός ως τραγουδιστής και ηθοποιός σε μιούζικαλ. Το 1953 κέρδισε Οσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου για την ταινία «Οσο υπάρχουν άνθρωποι». Αξέχαστα τραγούδιατου τα «Strangers in the night», «Μy way», «Νew Υork, Νew Υork», «Something stupid», «Fly me to the moon», «Ι΄ve got you under my skin». Μέλος του Rat Pack μαζί με τους Ντιν Μάρτιν, Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, Πίτερ Λόφορντ και Τζόι Μπίσοπ
Αβα Γκάρντνερ
Γεννήθηκε στο Σμίθφιλντ των ΗΠΑ το 1922. Πέθανε στο Λονδίνο το 1990.
Την ανακάλυψε ένας κυνηγός ταλέντων της Μέτρο Γκόλντγουιν Μάγερ. Συμμετείχε σε περισσότερες από 50 ταινίες, και ήταν υποψήφια για Οσκαρ για το «Μογκάμπο» (1953) Αλλες επιτυχίες της: «Η ξυπόλητη κόμισσα» (1954), «Το μελαμψό ρόδο της Ανατολής» (1956), «Οσο θα υπάρχει κόσμος» (1959), «55 μέρες στο Πεκίνο» (1963), «Η νύχτα της ιγκουάνα» (1964). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 25η θέση της λίστας των λαμπρότερων αστέρων της ιστορίας του σινεμά.