Όλα ξεκίνησαν το 1911 όταν ο Ευάγγελος Κεχρής αποφάσισε να εισαγάγει γυάλινα μπουκάλια από τις ΗΠΑ με σκοπό την εμφιάλωση κρασιών σε μία εποχή κατά την οποία ο οίνος πουλιόταν μόνο χύμα. Έκτοτε, η οικογένεια Κεχρή κρατάει τα ηνία μίας από τις πλέον ιστορικές επιχειρήσεις της χώρας μας, παράγοντας υψηλής ποιότητας κρασιά, καθώς και μία εκλεκτή εκδοχή της παραδοσιακής ρετσίνας που σαρώνει βραβεία στους μεγαλύτερους οινολογικούς διαγωνισμούς του κόσμου.
Συνέντευξη της Ελένης Κεχρή στην εφημερίδα Καθημερινή:
Αλήθεια, πότε ξεκίνησε η ενασχόληση των Κεχρήδων με το κρασί;
Πριν από έναν αιώνα. Ηταν 1911 όταν ο προπάππος μου, Ευάγγελος, επέστρεψε από τη Βοστώνη -όπου είχε φύγει μετανάστης και διατηρούσε εστιατόριο-, φέρνοντας μαζί του γυάλινα μπουκάλια για να εμφιαλώσει κρασί. Οι συνθήκες, όμως, τελικά δεν το επέτρεψαν. Το 1939, ο παππούς μου ο Δημήτρης, μαζί με τα τρία αδέλφια του, έφυγαν από την Εύβοια και μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξαν το δικό τους εστιατόριο, τον «Κόκκορα», στην παλιά πόλη, κάτω από τα Κάστρα. Έφτιαχναν και κρασί για τους πελάτες τους, φέρνοντας μούστο: Σαββατιανό από την Κάρυστο και Ασύρτικο από τη Σαντορίνη. Σιγά-σιγά, όμως, η ζήτηση για το κρασί τους μεγάλωσε και άρχισαν να το πωλούν και εκτός εστιατορίου. Έτσι, το 1954 φτιάχτηκε το πρώτο οινοποιείο στο Καλοχώρι και ένα πρατήριο. Το 1984, στα προϊόντα προστέθηκαν τα παραδοσιακά λικέρ Δωρική, ενώ την επιχείρηση ανέλαβε ο πατέρας μου, ο μεγαλύτερος από τα δέκα πρώτα ξαδέλφια, αφού προηγουμένως σπούδασε χημικός στη Θεσσαλονίκη και αργότερα Οινολογία στην Ντιζόν της Γαλλίας.
Είναι δύσκολη απόφαση για έναν οινοποιό να επενδύσει σε ένα κρασί τόσο παρεξηγημένο όπως η Ρετσίνα;
Πολύ δύσκολη. Αλλά, στη δική μας περίπτωση, την απόφαση την πήρε πολλά χρόνια πριν ο πατέρας μου, σε μια εποχή μάλιστα όπου όλοι οι άλλοι ήθελαν να απαλλαγούν από τη «ρετσινιά».
Εσύ πώς αντιμετωπίζεις τη Ρετσίνα;
Την αγαπώ και την πιστεύω. Και επιμένω πως δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από την ιστορία μας. Η Ρετσίνα είναι εθνικός πλούτος, έχει δυνατότητες, θα μπορούσε να βγάλει ασπροπρόσωπο ολόκληρο τον ελληνικό αμπελώνα. Ξέρω ότι πολλοί τη θεωρούν ακόμα μπανάλ - όχι πάντα άδικα. Ομως, ως προϊόν, ποτέ δεν ήταν κακό από τη φύση του. Απλώς κάποιοι έφτιαχναν άθλιο κρασί και προσπαθούσαν να καλύψουν τις ατέλειές του με πολύ ρετσίνι. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο. Αν δουλέψεις όμως αντίστροφα, αν δηλαδή φτιάξεις ένα καλό κρασί και στο «φόντο» τού προσθέσεις πολύ καλής ποιότητας ρετσίνι, ζυμωμένο στις θερμοκρασίες που πρέπει, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Αυτή είναι η μαγεία της οινοποίησης.
Πάντως, η υποδοχή της δικής σας Ρετσίνας ήταν ιδιαίτερα θερμή.
Είναι αλήθεια. Υπάρχει αναγνώριση, όχι μόνο από τους οινογνώστες, αλλά και από τους καταναλωτές. Και το πιο συγκινητικό είναι όταν μας τηλεφωνούν Έλληνες από κάθε γωνιά του πλανήτη για να μάθουν πού θα βρουν το Δάκρυ του Πεύκου ή το Κεχριμπάρι.
Οι άλλες δύο αδελφές σου τι ρόλο έχουν στην επιχείρηση;
Η Ζωή, η μικρή, με σπουδές στα Οικονομικά, έχει αναλάβει το λογιστήριο, μαζί με τη μητέρα μας. Η μεσαία, η μαρία, είναι παντρεμένη με Ελληνα διπλωμάτη στον ΟΗΕ και ζει στη Νέα Υόρκη. Από εκεί όμως χειρίζεται όλα τα θέματα της εμφάνισης των προϊόντων μας. Σχεδιάζει τις ετικέτες, τις καταχωρίσεις, το site μας. Και επειδή όλα στο οινοποιείο μας είναι οικογενειακή υπόθεση, το πώς εξελισσόμαστε και ωριμάζουμε εμείς οι ίδιοι φαίνεται στα κρασιά μας: όχι μόνο οινοποιητικά, αλλά και στις ετικέτες μας. Είναι σαν οικογενειακό άλμπουμ!
Στο μέτωπο των εξαγωγών πώς τα πάτε;
Εξάγουμε το 25% της παραγωγής μας σε Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, ΗΠΑ, Καναδά. Και στη Γερμανία, βέβαια, αλλά εκεί τα πράγματα έχουν γίνει πολύ δύσκολα. Και το παράδοξο είναι πως οι Ελληνες ομογενείς είναι σήμερα οι πιο αυστηροί κριτές μας. «μας έχετε κάνει να απολογούμαστε για σας. Κινδυνεύουμε κι εμείς εξαιτίας σας», λένε.
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια;
Όχι πολύ διαφορετικό απ' ό,τι σήμερα. Όσον αφορά τη δουλειά μου, αλλά και την προσωπική μου ζωή, είμαι ισορροπημένη και ευτυχισμένη. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να αλλάξω. Είμαι κοντά σε αυτό που ονειρευόμουν. Κι αν έρθει ένα παιδί, ακόμη καλύτερα.
Δεν προσδοκάς να μεγαλώσει κι άλλο η εταιρεία σας;
Αν σου πω όχι, θα με πιστέψεις; Δεν ονειρεύομαι αχανή γραφεία ούτε ένα δάσος δεξαμενών ή να έχουμε ο καθένας από δύο γραμματείς. Ξένο μου φαντάζει κάτι τέτοιο. Θέλω να παραμείνει η επιχείρηση σε ένα επίπεδο όπου θα μπορούμε να την ελέγχουμε απόλυτα, όπως τώρα, και να έχει το προσωπικό μας στίγμα. Και στην επόμενη γενιά Κεχρή ελπίζω να μεταλαμπαδεύσουμε τη γνώση μας, να κληροδοτήσουμε τη φλόγα της δημιουργίας, όχι στάχτες...
Δάκρυ του πεύκου: Η εκλεκτή εκδοχή της παραδοσιακής Ρετσίνας από τον Στέλιο Κεχρή που έχει διακριθεί στους μεγαλύτερους διαγωνισμούς του κόσμου
Το «Δάκρυ του πεύκου» είναι μια νέα αντίληψη στην παραγωγή της ρετσίνας την οποία εφαρμόζει ο Στέλιος Κεχρής χρησιμοποιώντας την σύγχρονη τεχνολογία αλλά και μία διαφορετική ποικιλία σταφυλιού: Το εξαιρετικό Ασύρτικο.
Ο Στέλιος Κεχρής κατέληξε στην ποικιλία αυτή μετά από πειραματισμούς πολλών ετών, πριν κυκλοφορήσει επίσημα στην κατανάλωση η (πρώτη) σοδειά το 2005.
Η νέα αυτή αντίληψη αποτελεί ταυτόχρονα ένα βλέμμα πίσω στην παράδοση, με τη χρήση βαρελιών κατά την ζύμωση και την οινοποίηση της ρετσίνας. Το «Δάκρυ του πεύκου» από την ποικιλία του Ασύρτικου, ζυμώνεται και ωριμάζει σε καινούργια βαρέλια από διαφορετικές περιοχές και τύπους. Στην πραγματικότητα για αυτό το κρασί, επιλέγεται με ιδιαίτερη προσοχή και μεγάλη αυστηρότητα το τελικό χαρμάνι, ώστε η ποιότητα να παραμείνει σταθερή, σε υψηλό επίπεδο κάθε χρονιά.
Τα γευστικά χαρακτηριστικά του κρασιού αυτού χαρακτηρίζονται από την πολυπλοκότητα και την διάρκεια του: Η ελεγχόμενη συγκέντρωση επιλεγμένου φρέσκου ρετσινιού, με τις νότες βανίλιας και βουτύρου να παντρεύονται αρμονικά και να στρώνουν ένα μοναδικό φόντο για την αρωματική παλέτα του ασύρτικου, με νότες από δενδρολίβανο, θυμάρι, τζίνζερ, και την μαστίχα να παραπέμπει συνειρμικά στις ελληνικές πευκόφυτες παραλίες. Έχει ιδιαίτερα πλούσια αίσθηση στο στόμα και αφήνει μία μακριά γλυκιά ανάμνηση.
Το «Δάκρυ του πεύκου» συνοδεύει ιδανικά αστακομακαρονάδα, σολωμό, θαλασσινά, καβούρι με πέστο ή σως θυμαριού, φέτες ψάρια στο φούρνο ή τη σχάρα, ψητά λαχανικά στη σχάρα. Ακόμα και με φέτα ψητή ή πιάτα με έντονα τα χαρακτηριστικά της Μεσογειακής κουζίνας, όπως το ελαιόλαδο.
Για το κρασί αυτό, μεγάλοι γευσιγνώστες συμφωνούν ότι αποτελεί κάτι ξεχωριστό.
«Είναι σημαντικό όταν οι Μεγαλύτεροι διαγωνισμοί του Κόσμου συμφωνούν» δήλωσε χαρακτηριστικά μέλος της κριτικής επιτροπής του «International Wine Challenge» για τo «Δάκρυ του πεύκου», διαπιστώνοντας την ομοφωνία των διεθνών διαγωνισμών Decanter και Challenge για την απονομή χρυσού μεταλλίου σε ρετσίνα.
Το «Δάκρυ του πεύκου» τη φετινή χρονιά κατέκτησε πέντε μετάλλια σε τέσσερις διεθνής διαγωνισμούς:
2009 Decanter World Wine Awards:
Gold Medal – Το Δάκρυ του πεύκου 2008
2009 International Wine Challenge:
Gold Medal – Το Δάκρυ του πεύκου 2008
Silver Medal – Το Δάκρυ του πεύκου 2007
2009 Διεθνής Διαγωνισμός οίνου Θεσσαλονίκης:
Χρυσό Μετάλλιο - Το Δάκρυ του Πεύκου 2008
2009 International Wine and Spirit Competition:
Best in Class, Silver Medal – Το Δάκρυ του πεύκου 2008
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του κρασιού που ξένοι Διεθνείς Διαγωνισμοί απονέμουν χρυσό μετάλλιο σε ρητινίτη οίνο.
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των διαγωνισμών του Λονδίνου έγινε στα πλαίσια της «London Wine Faire» όπου το «Δάκρυ του πεύκου» ήταν ο μοναδικός ρητινίτης στον οποίο απονεμήθηκε οποιοδήποτε μετάλλιο φέτος, κάτι που προκάλεσε το ενδιαφέρον του έμπειρου και εκλεκτικού Βρετανικού κοινού να επισκεφθεί τον χώρο της ελληνικής συμμετοχής για να δοκιμάσει τον Ελληνικό οίνο «Ονομασίας κατά Παράδοση».
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ικανότητα του ρητινίτη «Δάκρυ του πεύκου» στην παλαίωση, αφού μπορεί κανείς να διακρίνει την επίδραση που έχει η κάθε σοδειά. Είναι χαρακτηριστικό πως φέτος απονεμήθηκε ταυτόχρονα, στον ίδιο διαγωνισμό, και ασημένιο μετάλλιο στο «Δάκρυ του πεύκου 2007», δηλαδή στην πιο ώριμη εκδοχή του. Για κάποιους οινόφιλους το «Δάκρυ του πεύκου» πίνεται καλύτερα ώριμο, τη δεύτερη και τρίτη χροιά του, γεγονός πρωτόγνωρο για τον ρητινίτη οίνο ο οποίος μέχρι σήμερα θεωρείτο «όσο πιο φρέσκος, τόσο καλύτερος».
Πηγές: kathimerini.gr, casss.gr